Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ περιγράφεται ὡς πῦρ (Ἰερ. 23,29) ἢ ὡς λύχνος ποὺ φωτίζει τὴν ὁδό μας (Ψαλμ. 118,105). Ἀλλὰ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ περιγράφηκε ἀπὸ τὸν ἀπ. Παῦλο καὶ ὡς «μάχαιρα δίστομος» (Ἑβρ. 4,12), ἡ ὁποία διατέμνει τὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἀφαιρεῖ ὅλα τὰ κρύφια της. Ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς λέει στὸ Εὐαγγέλιό Του: «οὐκ ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην, ἀλλὰ μάχαιραν» (Ματθ. 10,34), καὶ «πῦρ ἦλθον βαλεῖν ἐπὶ τὴν γῆν» (Λουκ. 12,49). Αὐτὸ ἀκριβῶς βλέπουμε στὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο, ἀδελφοί μου. Ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ ἔφερε μεγάλη κρίση γιὰ ὅλους τοὺς γύρω Του. Ἕνας πλούσιος νεανίας πλησίασε τὸν Κύριο, καὶ συγκινημένος ἀπὸ τὴν παρουσία καὶ τὴν ἁγιότητά Του, Τοῦ ἔθεσε τὸ πιὸ σημαντικὸ ἐρώτημα στὴ ζωή μας: «Διδάσκαλε ἀγαθέ, τί ἀγαθὸν ποιήσω ἵνα ἔχω ζωὴν αἰώνιον;». Τότε ὁ Κύριος ἀγάπησε τὸν νέον αὐτόν, ὅπως καταγράφεται σὲ ἄλλο Εὐαγγέλιο (Μαρκ. 10,21), διότι εἶδε τὴν εἰλικρίνεια τῆς προθέσεώς του. Ταυτόχρονα, ὅμως, τὸν ὑπέβαλε σὲ μιὰ κρίση, λέγοντας: «τί με λέγεις ἀγαθόν; οὐδεὶς ἀγαθὸς εἰ μὴ εἷς ὁ Θεός». Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο, ὁ Χριστὸς θέλησε νὰ ἀνοίξει τὴν καρδιά του γιὰ νὰ δεχθεῖ ἀκόμη μεγαλύτερο λόγο.
Ὅταν ὁ Κύριος εἶπε στὸν πλούσιο νεανία: «εἰ θέλεις εἰσελθεῖν εἰς τὴν ζωήν, τήρησον τὰς ἐντολάς [τοῦ νόμου]», ἐκεῖνος ἀπάντησε: «πάντα ταῦτα ἐφυλαξάμην ἐκ νεότητός μου· τί ἔτι ὑστερῶ;», σὰν νὰ ἤθελε νὰ πεῖ: «Κύριε, ἀπὸ τὰ νεανικά μου χρόνια νόμιζα ὅτι τηροῦσα αὐτὲς τίς ἐντολές, ἀλλὰ τώρα, καθὼς παρίσταμαι ἐνώπιόν Σου, βλέπω ὅτι ἀκόμη ὑστερῶ σὲ πολλά∙ τί μοῦ λείπει;». Ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ εἶχε μεγάλη ἐξουσία, διότι Ἐκεῖνος πρῶτος κένωσε τὸν Ἑαυτό Του: Κατῆλθε ἀπὸ τοὺς κόλπους τοῦ Πατρός, ἦλθε στὴ γῆ, ἔγινε ἄνθρωπος καὶ κατέβηκε μέχρι καὶ τὰ καταχθόνια. Τότε, ἐντυπωσιασμένος ἀπὸ τὴν ἐξουσία τοῦ λόγου τοῦ Χριστοῦ, ὁ νεαρὸς ρώτησε: «Σὲ τί ὑστερῶ;». Ὁ Κύριος τοῦ ἀπάντησε: «εἰ θέλεις τέλειος εἶναι, ὕπαγε πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα καὶ δὸς πτωχοῖς, καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν οὐρανῷ, καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι». Αὐτὸς ὁ λόγος λύπησε τὸν νεανίσκο, διότι ἡ καρδιά του δὲν ἦταν ἐλεύθερη, ἀλλὰ προσκολλημένη στὰ πλούτη του. Καὶ «ἀπῆλθε λυπούμενος».
Ὁ Κύριος ἔδωσε αὐτὸν τὸν λόγο στὸν νεαρό, διότι μόνο μιὰ ἐλεύθερη καρδιὰ μπορεῖ νὰ δράμει τὴν ὁδὸ τῶν ἐντολῶν Του. Ἀλλὰ νὰ θυμᾶστε, σὲ ὅσα ἔκανε ὁ Κύριος, ἐργαζόταν πάνω στὶς καρδιὲς τῶν παρισταμένων, καὶ ἰδιαίτερα πάνω στὶς καρδιὲς τῶν μαθητῶν Του, στοὺς ὁποίους θὰ ἔδινε ἀργότερα μιὰ ἀκόμη μεγαλύτερη τελειότητα, λέγοντας: «μείζονα ταύτης ἀγάπην οὐδεὶς ἔχει, ἵνα τις τὴν ψυχὴν αὐτοῦ θῇ ὑπὲρ τῶν φίλων αὐτοῦ» (Ἰω. 15,13). Ὁ λόγος ποὺ ἔδωσε ὁ Χριστὸς στὸν πλούσιο νεανία ἔφερε τὸ κρίμα καὶ στὶς καρδιὲς τῶν μαθητῶν, καὶ ὅταν πρόσθεσε: «εὐκοπώτερον γάρ ἐστι κάμηλον διὰ τρυμαλιᾶς ῥαφίδος εἰσελθεῖν ἢ πλούσιον εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ εἰσελθεῖν», ἐκεῖνοι ἐξεπλάγησαν καὶ εἶπαν: «καὶ τίς δύναται σωθῆναι;». Τότε ὁ Κύριος τοὺς ἔδωσε ἕναν αἰώνιο νόμο: «τὰ ἀδύνατα παρὰ ἀνθρώποις δυνατὰ παρὰ τῷ Θεῷ ἐστιν».
Αὐτὸς ὁ λόγος ἔχει διπλὸ νόημα. Πρῶτον, σημαίνει ὅτι ἡ σωτηρία βρίσκεται στὴν κοινωνία τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, καὶ αὐτὴ ἡ χάρη δίνεται στὸν ἄνθρωπο δωρεάν (ἡ ἑλληνικὴ λέξη «χάρις» σημαίνει δωρεά). Ὅμως ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ εἰσέλθει στὴν κοινωνία τῆς χάριτος αὐτῆς. Συνεπῶς, τὸ δεύτερο νόημα τοῦ λόγου αὐτοῦ τοῦ Κυρίου εἶναι ὅτι γιὰ ἐμᾶς τοὺς ἀνθρώπους, ἡ σωτηρία εἶναι ἀδύνατη ὅσο δὲν εἴμαστε ἐλεύθεροι, ὅσο εἴμαστε προσκολλημένοι στὸ φρόνημα τοῦ κόσμου τούτου∙ ἀλλὰ «παρὰ τῷ Θεῷ», τὰ πάντα εἶναι δυνατά, ἂν προσκολληθοῦμε σὲ Αὐτόν, ἂν ἀπεκδυθοῦμε τὸν νόμο τῆς ἁμαρτίας καὶ ἐνδυθοῦμε τὸν νόμο τῆς χάριτος. Γιὰ μᾶς, ἡ αἰώνια ζωὴ εἶναι Πρόσωπο, ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, καὶ στὴν κοινωνία τῆς χάριτός Του βρίσκουμε σωτηρία. Ἂν θέλουμε νὰ βροῦμε τὴν κοινωνία αὐτή, ἔχουμε ἀνάγκη ἀπὸ μιὰ ἐλεύθερη καρδιὰ γιὰ νὰ τηροῦμε τίς ἐντολές Του∙ καὶ γι’ αὐτὸ χρειαζόμαστε τὸν Σταυρὸ στὴ ζωή μας.
Τὸ σημερινὸ Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα ἔγινε σπορὰ ποὺ ἔφερε τὸν καρπὸ μιᾶς ἰδιαίτερης βιωτῆς πάνω στὴ γῆ, τὸν μοναχισμό. Μοναχικὴ ζωὴ εἶναι ὁ ἀγῶνας γιὰ τὴν ἐκπλήρωση τοῦ λόγου ποὺ ἔδωσε ὁ Χριστὸς στὸν πλούσιο νεανία: «ὕπαγε πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα καὶ δὸς πτωχοῖς, καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν οὐρανῷ, καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι». Ὁ λόγος αὐτὸς σηματοδοτεῖ τὴν ἀπαρχὴ τοῦ μοναχισμοῦ∙ διαβάζουμε στὸ βίο τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου, ὅτι ὁ συγκεκριμένος στίχος ἔπληξε τὸν Ἅγιο καὶ ἔγινε σὰν σκώληξ στὴν καρδιά του ποὺ δὲν τοῦ ἔδινε ἀνάπαυση, μέχρι νὰ δώσει ὅλα τὰ ὑπάρχοντά του, ἂν καὶ ἦταν πλούσιος. Τότε ἀποσύρθηκε στὴν ἔρημο καὶ ἔγινε ἕνας ἀπὸ τοὺς μεγαλύτερους ἱδρυτὲς τῆς μοναχικῆς ζωῆς. Μὲ κατάπληξη διαπιστώνουμε ὅτι παρ’ ὅλο ποὺ ὁ Μέγας Ἀντώνιος ἦταν σὰν θεὸς πάνω στὴ γῆ, ὁ σκώληξ αὐτὸς τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ δὲν ἔπαψε ποτὲ νὰ τὸν κατατρώγει στὴ ζωή του. Πολλὰ χρόνια ἀργότερα, ἔλαβε ἕναν ἄλλο λόγο ἀπὸ τὸν Θεό, μιὰ μεγαλύτερη ἀποκάλυψη, μιὰ μεγαλύτερη τελειότητα. Τότε εἶχε ἤδη γίνει Πατέρας πολλῶν πατέρων καὶ μιὰ μέρα, γνωρίζοντας ὅτι ἔχει μεγάλο ὄφελος τὸ νὰ βλέπει κανεὶς τὰ ὑστερήματά του, ἦλθε στὴν καρδιά του αὐτὸς ὁ λογισμός: «Ὑπάρχει κάποιος πάνω στὴ γῆ ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ μοῦ δείξει τὰ ὑστερήματά μου;». Τότε, ὁ Θεὸς τὸν ὁδήγησε σὲ ἕναν ὑποδηματοποιὸ στὴν Ἀλεξάνδρεια. Ὅταν ὁ Μ. Ἀντώνιος τὸν ρώτησε: «Πῶς ἐργάζεσαι τὴ σωτηρία σου;», ἐκεῖνος ἀπάντησε: «Ἀββᾶ, κάθε πρωΐ κοιτάζω τοὺς ἀνθρώπους ποὺ περνοῦν καὶ σκέφτομαι: Ὅλοι αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι θὰ σωθοῦν, μόνο ἐγὼ θὰ ἀπολεσθῶ».
Ἔτσι, μέσῳ τοῦ ὑποδηματοποιοῦ αὐτοῦ, ὁ Μ. Ἀντώνιος ἔλαβε ἀπὸ τὸν Θεὸ ἕναν μεγαλύτερο λόγο, ὁ ὁποῖος τὸν ὁδήγησε σὲ ἀκόμη μεγαλύτερη τελειότητα. Τί μᾶς διδάσκει αὐτό; Ὅτι δὲν πρέπει νὰ φοβόμαστε τὴν κρίση ποὺ φέρνει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ στὴν καρδιά μας. Πρέπει νὰ ὑπάρχει κρίσις, διότι ἡ κρίσις αὐτὴ μᾶς φέρνει μετάνοια καὶ εἶναι πρὸς σωτηρίαν. Δὲν πρέπει νὰ φοβόμαστε νὰ κρίνουμε τὴ ζωή μας ὑπὸ τὸ φῶς του λόγου τοῦ Χριστοῦ, διότι αὐτὸ θὰ ἀποτινάξει τὰ λέπια τῆς ἁμαρτίας ἀπὸ τὴν καρδιά μας καὶ θὰ μᾶς ἐπιτρέψει νὰ εἰσέλθουμε στὴν κοινωνία τῆς χάριτος μὲ ὅλους τους Ἁγίους Του. Τότε θὰ λάβουμε τὴ μεγάλη διδαχὴ ὅπως ὁ ἀπ. Παῦλος, ὁ ὁποῖος λέει στὸ σημερινὸ ἀνάγνωσμα τῆς ἐπιστολῆς: «[εἰ καὶ] περισσότερον αὐτῶν πάντων ἐκοπίασα, οὐκ ἐγὼ δέ, [οὐ λησμωνῶ ὅτι οὐκ ἐγὼ ἐκοπίασα,] ἀλλ’ ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ἡ σὺν ἐμοί» (Α’ Κορ. 15,10). Ἀμήν.