Ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ ἔχει χαρακτηρισθεῖ φρικτή. Ὄντως, εἶναι φρικτή, ὄχι, ὅμως, τόσο γιὰ τὸν κόπο τῆς μετανοίας ποὺ προτείνει στοὺς πιστούς, ὅσο γιὰ τὸ ὅτι καθ’ ὅλη αὐτὴν τὴν περίοδο στοὺς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας ἡ ἀτμόσφαιρα εἶναι διεγηγερμένη ἀπὸ τὴ μεγάλη χάρη ποὺ ἐκχέεται ἄφθονα. Ἂν ἀστοχήσουμε στὴν ἀπόκτηση τῆς χάριτος, ματαιώνουμε τὴν κλήση μας, τὴν πνευματική μας ἀνανέωση.
Ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ εἶναι ἡ κατεξοχὴν περίοδος, κατὰ τὴν ὁποία μὲ νηστεία καὶ προσευχὴ ἀγωνιζόμαστε νὰ βροῦμε τὴ βαθειὰ καρδιά μας καὶ νὰ ἐγκαταστήσουμε ἐκεῖ τὴ ζῶσα καὶ νοερὰ αἴσθηση τῆς Παρουσίας τοῦ Θεοῦ. Μὲ αὐτὸν τὸν πόθο ἀναλαμβάνουν ἀσκητικὴ κακοπάθεια ὅλοι ὅσοι ἀγάπησαν τὴν πρώτη ταπεινὴ ἐπιφάνεια τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ (βλ. Β’ Τιμ. 4,8). Εὐπρεπίζονται, προκειμένου νὰ Τὸν συναντήσουν, ὅταν θὰ ἔλθει πάλι στὸν κόσμο μὲ τὴ δόξα καὶ τὴν ἀστραπὴ τῆς Θεότητάς Του, γιὰ νὰ ἐγκαθιδρύσει τὴν αἰώνια Βασιλεία τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ὁ Χριστὸς ἐργάσθηκε τὴ μεγάλη καὶ «τηλικαύτη» σωτηρία (βλ. Ἑβρ. 2,3) πάνω στὴ γῆ μὲ ἀπερίγραπτα παθήματα, μὲ Σταυρὸ καὶ θάνατο. Ἕπεται ὅτι, καὶ ἐκεῖνοι ποὺ προσδοκοῦν «Σωτήρα ἐξ οὐρανοῦ», ἐκεῖνοι ποὺ ἐπιθυμοῦν νὰ πετασθοῦν «ἐν νεφέλαις» γιὰ νὰ συναντήσουν τὸν ἐνδόξως ἐρχόμενο ταπεινὸ Θεό (βλ. Α’ Θεσ. 4,17), πρέπει μὲ πολλὰ παθήματα καὶ θλίψεις νὰ γευθοῦν τὸν θάνατο τοῦ παλαιοῦ ἑαυτοῦ τους, ὥστε ὡς «ἐκ νεκρῶν ζῶντες» (βλ. Ρωμ. 6,13) νὰ ἀκολουθήσουν τὸν Ἀρχηγὸ τῆς σωτηρίας τους στὴν αἰώνια κατάπαυση πάντων τῶν Ἁγίων.
Ὅλος ὁ ἀγώνας αὐτῆς τῆς περιόδου ἐπικεντρώνεται στὸ νὰ ἐπιδείξει ὁ Χριστιανὸς ἀθλητὴς τέτοια πιστότητα στὸν Κύριο, ποὺ νὰ νικᾶ τὸν θάνατο (βλ. Α’ Ἰωάν. 5,4.), κατὰ μίμηση τῆς δικῆς Του πιστότητας στὸν Οὐράνιο Πατέρα «ἕως θανάτου Σταυροῦ» (βλ. Φιλιπ. 2,8). Ὅσο ὀδυνηρότερες εἶναι οἱ θλίψεις καὶ ἡ κακοπάθεια ποὺ ἑκουσίως μετέρχεται ὁ πιστὸς προσβλέποντας στὴν ἀνακαίνιση τῆς ζωῆς του, τόσο κραταιότερη θὰ ἀποβεῖ ἡ πίστη του, ὡσότου ἀποκτήσει τὸ σθένος νὰ ἀναμετρηθεῖ μὲ τὴν ἀπειλὴ τοῦ θανάτου χωρὶς νὰ πτοεῖται ἀπὸ τὸν φόβο τῆς στερήσεως ὁποιουδήποτε ἀγαθοῦ, ὅσο πολύτιμο καὶ ἂν εἶναι αὐτό.
Ἡ ἀμίαντη Ἐκκλησία εἰσηγεῖται διάφορα γυμνάσματα, ποὺ ἂν ἀσπασθεῖ ὁ πιστός, γεύεται κάποιον θάνατο χάριν ἐκπληρώσεως τῶν ἐντολῶν τοῦ Κυρίου. Ἐφόσον, ὅμως, «διὰ Σταυροῦ [καὶ θανάτου] χαρὰ ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ», στὴ συνέχεια λαμβάνει καὶ πείρα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Μονογενοῦς Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. Ἂς ἀναφερθοῦμε συνοπτικὰ σὲ κάποια ἀπὸ τὰ βασικὰ αὐτὰ γυμνάσματα.
α) Ἡ ζωντανὴ πίστη, τὴν ὁποία ὁ ἀπόστολος Παῦλος χαρακτηρίζει ὡς πίστη «παρ’ ἐλπίδα ἐπ’ ἐλπίδι» (Ρωμ. 4,18). Τέτοιου εἴδους πίστη, ποὺ στὰ μάτια τοῦ κόσμου ἐμφανίζεται ὡς παραλογισμός, σταυρώνει τὸν ὅλον ἄνθρωπο, τὸν νοῦ, τὴν καρδιὰ καὶ τὶς αἰσθήσεις του. Ταυτόχρονα, ὅμως, τὸν παραδίδει στὸ μέγα καὶ ζωοποιὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, τὸ ὁποῖο ἀνιστᾶ ἀκόμη καὶ τοὺς νεκρούς.
β) Ἡ μετάνοια, ἡ ὁποία τρέφει τὴ λιμώττουσα ψυχὴ μὲ τὸν ἄρτο τῶν δακρύων· τὴ θεραπεύει καὶ ἑνοποιεῖ ὅλες τὶς δυνάμεις της. Ἔτσι, μὲ ἑνοποιημένη τὴ φύση του ἀπὸ τὸ ἄλγος τῆς μετανοίας καὶ τὸ πένθος, ὁ ἄνθρωπος στρέφεται στὸν Κύριος, ἱκανὸς νὰ προσεγγίσει τὴν ἐκπλήρωση τῆς μεγάλης ἐντολῆς τῆς ἀγάπης πρὸς τὸν Θεὸ ἐξ ὅλης τῆς ὑπάρξεώς του.
γ) Ἡ ἑκούσια ντροπή, ποὺ ἀναλαμβάνει ὁ ἄνθρωπος κατὰ τὴν καθαρὴ ἐξομολόγηση. Ἡ ντροπὴ αὐτὴ ἀποβαίνει μεγάλο χάρισμα. Προσκομίζει ταπείνωση στὴν ψυχή, ἡ ὁποία ἑλκύει τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἡ χάρη τελεσφορεῖ μὲ νίκη ὅλους τοὺς ἀγῶνες γιὰ τὴ σωτηρία. Κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο, ἡ ντροπὴ κατὰ τὴν ἱερὰ ἐξομολόγηση μεταβάλλεται σὲ δύναμη ποὺ νικᾶ τὰ πάθη καὶ ἐξαλείφει τὴν ἁμαρτία.
δ) Ἡ παθοκτόνος νηστεία, ἡ ὁποία ἐνεργεῖ μὲ παράδοξο τρόπο στὴν ἀνθρώπινη ὕπαρξη. Προξενεῖ μὲν στὸ σῶμα τὴν αἴσθηση κάποιας νεκρώσεως. Ὡστόσο, ἐνισχύει παράλληλα τὴν αἴσθηση τῆς καρδιᾶς, ὥστε νὰ μπορεῖ νὰ δέχεται συνεχῶς ὁρμητικότερα κύματα χάριτος, ποὺ ὁδηγοῦν σὲ τελειότερο ἁγιασμό. Οἱ παλαιοὶ χαρακτήριζαν τὴ νηστεία ὡς «μισὴ προσευχή», διότι ἡ τήρησή της, ὡς ἐκπλήρωση ἐντολῆς, φέρει εὐλογία. Μὲ τὴν εὐλογία αὐτὴν ἀκόμη καὶ οἱ σάρκες τοῦ ἀνθρώπου καταξιώνονται νὰ διψοῦν τὸν Θεὸ καὶ νὰ κράζουν γιὰ τὴν αἰώνια λύτρωση.
ε) Ἡ προσευχὴ ποὺ συνοδεύει ἀδιαλείπτως κάθε πράξη, κάθε λόγο, κάθε νόημα τοῦ ἀνθρώπου, κρατᾶ τὴν ψυχὴ σὲ ζωντανὴ ἐπαφὴ μὲ τὴν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο ὑφαίνει γι’ αὐτὸν ἔνδυμα ἁγιωσύνης. Κεκοσμημένος ὁ ἄνθρωπος μὲ τὸ ἔνδυμα αὐτό, καθίσταται ἱκανὸς νὰ εἰσέλθει ἀκατακρίτως στὸ αἰώνιο πανηγύρι τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Τὸ κέντρο τῆς ὑποστάσεως τοῦ ἀνθρώπου καὶ ὁ τόπος, ὅπου «τὰ φοβερὰ [τοῦ Θεοῦ] τελεσιουργεῖται» εἶναι ἡ καρδιά. Πλὴν ὅμως, στὴν κατάσταση τῆς πτώσεως ἡ καρδιὰ εἶναι καλυμμένη μὲ ἐπιστρώσεις σκουριᾶς καὶ ἡ ὑπόσταση θαμμένη, σχεδὸν ἀνύπαρκτη. Προκειμένου νὰ ἀναφανεῖ ὁ τόπος τῆς καρδιᾶς, νὰ καθαρισθεῖ, νὰ δεχθεῖ τὸν φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ νὰ ἐνοικισθεῖ σὲ αὐτὴν ἡ ζῶσα καὶ νοερὰ αἴσθηση τῆς Παρουσίας τοῦ Θεοῦ, πρέπει πρῶτα νὰ ἐλευθερωθεῖ. Χωρὶς ἐλεύθερη καρδιὰ δὲν μπορεῖ νὰ ἀποκτήσει ὁ Χριστιανὸς ἀθλητὴς πίστη ἡ ὁποία νικᾶ τὸν κόσμο καὶ τὸν θάνατο, οὔτε δάκρυα μετανοίας ποὺ νὰ ἐνεργήσουν τὴ θεραπεία τῆς ψυχῆς του καὶ νὰ ἀναδείξουν τὴν ὑπόσταση· οὔτε μπορεῖ νὰ ἐξομολογηθεῖ μὲ μία σκέψη, μὲ αἰσχύνη καὶ συντριβή, οὔτε, βεβαίως, νὰ τηρήσει τὴν ἐντολὴ τῆς νηστείας μὲ ταπείνωση, ἐκπληρώνοντας συνάμα τὴ μείζονα ἐντολή, τὴ συνείδηση ὅτι εἶναι «ἀχρεῖος δοῦλος», ποὺ «ἐποίησε μόνον τὰ διαταχθέντα αὐτῷ» (βλ. Λουκ. 17,10). Πολὺ περισσότερο, ἂν ἡ καρδιά του εἶναι δεσμευμένη στὴ μέγγενη τῶν προσκολλήσεων καὶ τῶν παθῶν, πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ ἀναπέμψει στὸν Θεὸ «κραυγὴν ἰσχυρὰν» (Ἑβρ. 5,7) καὶ νὰ προσομιλήσει μαζί Του πρόσωπο μὲ Πρόσωπο;
Ἡ καρδιακὴ ἐλευθερία, ἡ μόνη κατ’ οὐσίαν γνήσια ἐλευθερία, ἀρχίζει μὲ τὴ συγχώρηση τῶν παραπτωμάτων ὅλων τῶν ἀνθρώπων καὶ τὴν ἐκζήτηση συγχωρήσεως τῶν δικῶν μας ἀνοσιουργημάτων καὶ ἐλλείψεων. Ὡς ἐκ τούτου, ἡ σημερινὴ ἡμέρα, ἡ Κυριακὴ τῆς Συγχωρήσεως, ἀποτελεῖ ὁρόσημο στὴν πνευματικὴ ζωή, διότι ἐκζητώντας καὶ παρέχοντας ὁ πιστὸς τὴν ἀπὸ καρδιᾶς συγχώρηση, ἐκπληροῖ τὴν προϋπόθεση, ποὺ καθιστᾶ καρποφόρο καὶ σωτήριο τὸν ἀγώνα τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς.
Στὴν ἀρχὴ τῆς δημιουργίας μὲ ἕνα λόγο τοῦ Θεοῦ ἦλθαν στὸ εἶναι τὰ σύμπαντα καὶ ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος. Τώρα, μὲ τὴν πολυποίκιλη περιποίηση τοῦ Θεοῦ μέσα στὴν Ἐκκλησία κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ Σταδίου τῶν Νηστειῶν ὁ χοϊκὸς ἄνθρωπος ἀναγεννᾶται καὶ καταρτίζεται στὴν ἐκπλήρωση τοῦ πρὸ καταβολῆς κόσμου προορισμοῦ του, τὴν αἰώνια ἕνωσή του μὲ τὸν «ἠγαπημένο καὶ εἰς τέλος ἀγαπῶντα» Δημιουργὸ καὶ Θεό του.