Μέρος 1ο
Σήμερα, μετὰ τὴν Κυριακὴ τῆς Σταυροπροσκυνήσεως, ἡ Ἐκκλησία μᾶς προβάλλει τὸν καρπὸ τῆς σταυρικῆς ζωῆς, τὴν ἁγιωσύνη, ἡ ὁποία ἀποκτᾶται διὰ τῆς ἀσκητικῆς βιωτῆς καὶ κυρίως μέσῳ τοῦ μοναχισμοῦ. Τὴν ἁγιωσύνη αὐτὴ βλέπουμε στοὺς φίλους τοῦ Σταυροῦ, καὶ σήμερα ἰδιαιτέρως στὸ πρόσωπο τοῦ ἁγ. Ἰωάννη τοῦ Σιναΐτη. Ἔχει ἐνδιαφέρον νὰ σημειωθεῖ ὅτι, καὶ ὁ ἅγ. Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης καὶ ὁ Γ. Σωφρόνιος κατεῖχαν γνώση πνευματικῆς ζωῆς, ἀλλὰ εἶχαν καὶ τὸ χάρισμα τοῦ λόγου νὰ μεταδίδουν τὴ γνώση αὐτὴ στὴ γενεά τους. Δὲν μπόρεσα νὰ μὴν προσέξω ὅτι τὸ βιβλίο «Ὀψόμεθα τὸν Θεὸν καθὼς ἐστι» καὶ «Ἡ Κλίμακα» ἀρχίζουν μὲ παρόμοια κεφάλαια, περὶ τῆς μνήμης τοῦ θανάτου, τοῦ πνευματικοῦ πένθους καὶ τῆς μετάνοιας. Εἶναι θαυμαστὸ καὶ πρέπει νὰ εὐχαριστοῦμε τὸν Θεό: ὁ ἅγ. Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης ἔζησε τὸν 6ο αἰώνα καὶ ὁ Γ. Σωφρόνιος τὸν 20ο, ἐντούτοις, βλέπουμε μιὰ ἀδιάκοπη παράδοση, ποὺ ἀποτελεῖ μεγάλη δωρεὰ καὶ διατηρεῖται καθαρὴ καὶ ζωντανὴ μέσα στὴν ἁγία μας Ἐκκλησία. Στὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο, ὁ Κύριος εἶπε ὅτι οἱ μαθητὲς δὲν μπόρεσαν νὰ ἐκβάλουν τὸ δαιμόνιο ἀπὸ ἐκεῖνον τὸν νὲο, διότι «τοῦτο τὸ γένος ἐν οὐδενὶ δύναται ἐξελθεῖν εἰ μὴ ἐν προσευχῇ» (Μάρκ. 9,29). Οἱ ἅγιοι ἀσκητές, ὅπως ὁ ἅγ. Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης, διακρίθηκαν ἀκριβῶς στὴν πάλη ἐνάντια στὰ πονηρὰ πνεύματα καὶ βγῆκαν νικητὲς μὲ τὴ νηστεία καὶ τὴν προσευχή, τὰ ὁποῖα εἶναι καὶ τὰ μέσα ποὺ μᾶς προσφέρονται κατὰ τὴ Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ γιὰ νὰ βροῦμε θεραπεία. Χρειάζεται νὰ πλησιάσουμε τὸν Χριστὸ μὲ προσευχή, ὅπως χρειάστηκε νὰ φέρουν τὸν νέο κοντά Του γιὰ νὰ θεραπευθεῖ. Ὅταν ἐξῆλθε τὸ δαιμόνιο, ὁ νέος ἔπεσε στὴ γῆ ὡς νεκρός, ὁ Κύριος ὅμως πῆρε τὸ χέρι του καὶ τὸν σήκωσε. Παρομοίως, κάθε φορὰ ποὺ βρίσκουμε ἐπαφὴ μὲ τὸν Θεό, ζωοποιούμαστε μὲ τὴ ζωή Του.
Σήμερα διαβάσαμε καὶ τὸ Εὐαγγέλιο τῶν Μακαρισμῶν, ποὺ εἶναι ἡ ἀντανάκλαση τῆς ἐν Θεῷ ζωῆς πάνω στὴ γῆ. Οἱ ἅγιοι ἀσκητὲς μετέτρεψαν τοὺς Μακαρισμούς, τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ σὲ μοναδικὸ νόμο τῆς ζωῆς τους. Αὐτὸ ποὺ μᾶς κάνει ἐντύπωση εἶναι ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν ἐπιβάλλει τὴ θεία τελειότητα, ἀλλὰ τὴν παρουσιάζει ὡς κλήση, ὡς ἐπαγγελία (βλ. Πράξ. 2,39). Καθ’ ὅλους τοὺς Μακαρισμούς, ὁ Χριστὸς εὐλογεῖ καταστάσεις, οἱ ὁποῖες φαίνονται ἀξιολύπητες. Εὐλογεῖ τὴν πνευματικὴ πτωχεία, τὸ πένθος, τὴν πεῖνα καὶ τὴ δίψα γιὰ δικαιοσύνη, τὸν διωγμὸ χάρη τοῦ ὀνόματός Του, καὶ παραταῦτα ἡ διδασκαλία αὐτὴ κατέκτησε ὁλόκληρη τὴ γῆ. Πῶς μποροῦν νὰ μᾶς ἑλκύσουν τέτοιες ἐπαγγελίες; Μήπως ἔχουμε ὑποστεῖ πλύση ἐγκεφάλου; Εἶναι φανερὸ ὅτι μόνο ἂν γευθοῦμε τὴ ζωὴ ποὺ κρύβεται στοὺς Μακαρισμοὺς μποροῦν νὰ μᾶς ἑλκύσουν, διότι βιώνουμε κάτι μεγαλύτερο ἀπὸ καθετὶ ποὺ ἔχουμε γνωρίσει ποτέ. Ἡ πνευματικὴ πτωχεία εἶναι ἡ κατάσταση κατὰ τὴν ὁποία ὁ ἄνθρωπος ἀναγνωρίζει ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ κάνει τίποτα χωρὶς τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ (Ἰω. 15,5). Ὁ Γ. Σωφρόνιος ἀναφέρει ὅτι τὸ νὰ αἰσθανόμαστε διαρκῶς πτωχοί, ἀκατάλληλοι γιὰ τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, εἶναι μιὰ μορφὴ μαρτυρίου ποὺ μπορεῖ ἀκόμη καὶ νὰ θραύσει τὰ ὀστὰ τοῦ ἀνθρώπου. Ὡστόσο, ἡ ἐπίγνωση αὐτὴ τῆς πτωχείας του στρέφει ὅλο του τὸ εἶναι πρὸς τὸν Θεὸ μὲ ἰσχυρὴ κραυγή, ἐνῶ ἡ παραμικρὴ αὐτάρκεια σταματᾶ τὴν προσευχή. Ἡ πνευματικὴ πτωχεία ὁδηγεῖ στὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν ἀπὸ τώρα, ἐπειδὴ δὲν εἶναι ἕνας τόπος ὅπου φθάνουμε μετὰ θάνατον, ἀλλὰ φανερώνεται μέσα στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου ὡς ἡ πλούσια παρουσία τοῦ Θεοῦ.
Ὡς πρὸς τὸν δεύτερο Μακαρισμό, τὸ πνευματικὸ πένθος, ὁ ἅγ. Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης λέει ὅτι εἶναι χαροποιό. Ὅποτε κάνουμε λόγο γιὰ τὸν Σταυρό, οἱ ἄνθρωποι συχνὰ σκέφτονται δυστυχίες καὶ λένε: «Τώρα ποὺ ἔτυχε αὐτὴ ἡ δυστυχία σὲ αὐτὸ τὸν ἄνθρωπο, πρέπει νὰ βαστάξει τὸν σταυρό του». Γιὰ τοὺς Ἁγίους Πατέρες μας, ὅμως, ἀληθινὴ σοφία σημαίνει νὰ ἀνυψωθοῦμε πάνω ἀπὸ τοὺς ἀκούσιους σταυροὺς μέσῳ τῶν ἑκουσίων. Ὁ Γ. Σωφρόνιος λέει ὅτι ὅποιος ζεῖ μὲ πένθος ἀνυψώνεται πάνω ἀπὸ κάθε ἀνθρώπινη δυστυχία. Ἴσως νὰ ὑπόκειται διωγμό, νὰ εἶναι φτωχός, ἀλλὰ μὲ τὰ δάκρυα τὸ πνεῦμα του ἔχει φθάσει τὸν Βασιλέα τῶν βασιλευόντων καὶ δὲν μπορεῖ πλέον νὰ σαλευθεῖ. Πολλοὶ ἀναρωτιοῦνται: «Γιατί ὁ Θεὸς μᾶς προσεγγίζει μόνο ὅταν Τὸν πλησιάζουμε μὲ πόνο;» Ὁ Θεὸς εἶναι ἀγάπη, ἀλλὰ ἡ ἀγάπη Του εἶναι ἀπόλυτη. Ὁ πεπτωκότας ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ τὸ ἐπιτύχει μόνο μὲ τὴν ἀκραία ἔνταση τῆς μετάνοιας καὶ τοῦ πένθους. Τὰ δάκρυα στὴν προσευχὴ κατευθύνονται πρὸς ἕνα συγκεκριμένο Πρόσωπο, τὸν Θεό. Εἶναι μέρος τῆς συνομιλίας μας μαζί Του, ἡ ὁποία φέρνει ζωή, καὶ περισσὸν ζωῆς. Τὸ πνευματικὸ πένθος εἶναι χάρισμα. Δὲν μποροῦμε νὰ κάνουμε τίποτε γιὰ νὰ τὸ φέρουμε στὴ ζωή μας, ἂν δὲν μᾶς τὸ δώσει ὁ Θεός. Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ὅμως ποὺ θὰ μᾶς δοθεῖ, ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴ σοφία μας νὰ τὸ διατηρήσουμε. Τὸ πνευματικὸ πένθος εἶναι ἕνα ἄροτρο ποὺ συνεχῶς ὀργώνει τὴ γῆ τῆς καρδιᾶς μας. Χωρὶς πένθος ἡ γῆ αὐτὴ παραμένει ἄγρια καὶ γεμάτη ζιζάνια. Κάποιοι ἴσως ἀνησυχοῦν ὅτι τὸ πνευματικὸ πένθος ἐνδέχεται νὰ εἶναι κάτι νοσηρό, ὁ ἅγ. Σωφρόνος ὅμως λέει: «Εἶναι ἀφελὴς ὅποιος νομίζει ὅτι μπορεῖ νὰ ἀκολουθήσει τὰ ἴχνη τοῦ Χριστοῦ χωρὶς δάκρυα. Βάλε ἕνα ξερὸ καρύδι κάτω ἀπὸ ἰσχυρὴ πίεση καὶ θὰ δεῖς ὅτι θὰ στάξει λάδι. Κάτι παρόμοιο συμβαίνει καὶ στὴν καρδιά μας, ἡ ὁποία ἀπολιθώθηκε μὲ τὴν ἁμαρτία, ὅταν τὸ ἀόρατο πῦρ τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ τὴν πυρπολήσει ἀπὸ ὅλες τὶς πλευρές». Τὸ λάδι αὐτὸ εἶναι τὸ πένθος, τὰ δάκρυα ποὺ χύνουμε στὴν προσευχή.
Μέρος 2ο
Ὁ ἑπόμενος μακαρισμὸς μιλάει γιὰ τὴν πραότητα. Ὁ κόσμος θεωρεῖ τὸν πράο ὠς «χαμμένο» ποὺ ὑποκύπτει στὴ θέληση τῶν ἄλλων. Στοὺς Μακαρισμούς, ὡστόσο, μὲ τὴν πραότητα ὁ ἄνθρωπος κληρονομεῖ τὴ γῆ, τὴ γῆ τῆς καρδιᾶς του, ὅπως λέει ὁ Γ. Σωφρόνιος: Οἱ πράοι κατέχουν τὴν καρδιά τους, ἡ ὁποία στερεώνεται στὸν Θεὸ μὲ ἀμετάκλητο τρόπο. Στὴν Κλίμακα, ἡ πραότητα περιγράφεται ὡς ἡ κατάσταση κατὰ τὴν ὁποία ἡ καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου δὲν κλονίζεται οὔτε ἀπὸ τιμή, οὔτε ἀπὸ ἀτιμία. Δὲν εἶναι εὔκολο. Ὅσοι τὸ ἔχουν δοκιμάσει γνωρίζουν ὅτι εἶναι σχεδὸν ἀδύνατο. Σὲ τιμὴ πιθανότατα πέφτουμε σὲ κενοδοξία. Σὲ ἀτιμία, γιὰ νὰ μὴν πληγωθεῖ ἢ ἐπηρεασθεῖ κανείς, πρέπει νὰ εἶναι εἴτε ἅγιος εἴτε ἀναίσθητος, χονδρόπετσος. Ἡ ἀτιμία δοκιμάζει τὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου, ὁπως λέει ὁ ἅγ. Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς. Στοὺς Μακαρισμούς, ὁ Κύριος δὲν εὐλογεῖ ὅσους εἶναι δίκαιοι, ἀλλὰ «τοὺς πεινῶντας καὶ διψῶντας τὴν δικαιοσύνην», διότι αὐτὸ ποὺ κατανοοῦμε ἐμεῖς ὡς δικαιοσύνη εἶναι βδέλυγμα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἀληθινὴ δικαιοσύνη ἐκφράσθηκε μὲ τὰ λόγια ποὺ πρόφερε ὁ Χριστὸς πάνω στὸν Σταυρό: «Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν». Σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ κηρύγματά του γιὰ τὸ Πάσχα ὁ ἅγ. Φιλάρετος τῆς Μόσχας παραθέτει τὸν ἑξῆς στίχο: «Ἀλήθεια ἐκ τῆς γῆς ἀνέτειλεν καὶ δικαιοσύνη ἐκ τοῦ οὐρανοῦ διέκυψεν» (Ψαλμ. 84,12). Ὁ Σταυρὸς καὶ ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ἦταν ἡ μοναδικὴ ἀλήθεια ποὺ ἀνέτειλε ἀπὸ τὴν πεπτωκυῖα καὶ ἀκάθαρτη γῆ. Καὶ φυσικά, ἐνώπιον μιᾶς τέτοιας Ἀλήθειας, ἡ δικαιοσύνη σκύβει ἀπὸ τὸν οὐρανό, ἡ θεία δικαιοσύνη τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία περικλείει ἀκόμη καὶ τοὺς ἐχθρούς Του. Ὅσοι γεύονται τὴ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ, ἀμέσως συνειδητοποιοῦν ὅτι δὲν τὴν κατέχουν καὶ ἀρχίζουν νὰ πεινοῦν καὶ νὰ διψοῦν γιὰ αὐτή. «Αὐτοὶ χορτασθήσονται» διότι ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ καλύπτει οὐρανὸ καὶ γῆ, καὶ ὑπερβαίνει ὅλα ὅσα μποροῦμε νὰ διανοηθοῦμε ἢ προσδοκοῦμε νὰ λάβουμε.
Δυστυχῶς δὲν μποροῦμε νὰ σχολιάσουμε ὅλους τοὺς Μακαρισμοὺς λόγῳ τοῦ περιορισμένου χρόνου μας. Ὅλοι οἱ Μακαρισμοὶ περιγράφουν στὴν πραγματικότητα θεϊκὲς ἰδιότητες ποὺ μᾶς μεταδίδονται στὴν προσευχή: πραότητα, δίψα γιὰ δικαιοσύνη, ἔλεος, ἀγνότητα καρδιᾶς, εἰρήνη. Μᾶς δόθηκαν μὲ μεγάλη τιμή: μὲ τὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Ἑπομένως, ὅσοι θέλουν νὰ Τὸν ἀκολουθήσουν ἀσφαλῶς θὰ μισοῦνται καὶ θὰ διώκονται, ἀλλὰ μὲ τὴν ἑκούσια ἄσκηση, τὸν σταυρὸ τῆς μετάνοιας καὶ τοῦ πνευματικοῦ πένθους, ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ ἐνισχυθεῖ σὲ τέτοιο βαθμὸ ποὺ κανένας διωγμὸς δὲν μπορεῖ νὰ τὸν κλονίσει. Ὅπως ἔλεγαν οἱ παλαιοὶ Πατέρες, «Καὶ ἂν ἀκόμη συγκρουσθεῖ ὁ οὐρανὸς μὲ τὴ γῆ, δὲν θὰ σαλευθῶ».
Ἐ: Ἂν δὲν φθάσουμε στὴν κορυφὴ τῆς κλίμακας πρὶν πεθάνουμε, σημαίνει ὅτι χάσαμε τὴ σωτηρία ἢ ἔχουμε ἀκόμη δυνατότητα νὰ σωθοῦμε μὲ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ;
Ἀ: Καὶ ποιά εἶναι ἡ κορυφὴ τῆς κλίμακας; Ἀφοῦ δὲν ἔχει τέλος. Ἀκόμα καὶ στὴν αἰωνιότητα τοῦ Θεοῦ, κάποιοι Πατέρες λένε ὅτι θὰ αὐξάνουμε συνεχῶς σὲ Θεογνωσία. Σημασία ἔχει νὰ κάνουμε τὸ καλύτερο ποὺ μποροῦμε ὅσο ἀναπνέουμε καὶ νὰ ἀφήσουμε τὸ ὑπόλοιπο στὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Οὕτως ἢ ἄλλως δὲν πρέπει νὰ βάλουμε τὴν πεποίθησή μας σὲ αὐτὰ ποὺ κάνουμε. Ὁ Κύριος δὲν εὐλογεῖ ὅσους εἶναι δίκαιοι, ἀλλὰ τοὺς «πεινῶντας καὶ διψῶντας τὴν δικαιοσύνην» ὅλη τους τὴ ζωή. Διαβάζουμε στὴν Παλαιὰ Διαθήκη ὅτι «οἱ ἐσθίοντές με ἔτι πεινάσουσι, καὶ οἱ πίνοντές με ἔτι διψήσουσιν» (Σοφία Σειρὰχ 24, 21), ἐπειδὴ ὁ Θεὸς εἶναι ἄπειρος. Πῶς μπορεῖ κανεὶς νὰ χορτασθεῖ μὲ κάτι ποὺ εἶναι πάντα καινό;
Ἐ: Εἶναι δυνατὸν νὰ αἰσθανθοῦμε ἀνεξήγητη χαρὰ καὶ νὰ εἴμαστε κοντὰ στὸν Θεό;
Ἀ: Ἡ ἀληθινὴ χαρὰ εἶναι καρπὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἡ ψυχολογική, συναισθηματικὴ χαρὰ ἐμποδίζει τὸ πνευματικὸ πένθος. Ὁ ἅγ. Ἰωάννης τῆς Κλίμακας λέει: «Μὴν δέχεσαι εὔκολα χαρά, ἴνα μὴ δέξῃ λύκον ἀντὶ ποιμένος». Λέει ὅτι ἡ ἄκαιρη χαρὰ μπορεῖ νὰ καταναλώσει κάθε χάρη ποὺ κοπιάσαμε νὰ συσσωρεύσουμε μὲ τὸ πνευματικὸ πένθος. Ἡ πνευματικὴ χαρά, ὡστόσο, ἔρχεται ὡς καρπὸς τοῦ πνευματικοῦ πένθους, γιατὶ τὰ δάκρυα ἀπελευθερώνουν τὴν καρδιά μας. Ὅταν εἴμαστε ἐλεύθεροι, φυσικά, ἔχουμε χαρά. Ἐνῶ, οἱ ἀπολαύσεις αὐτοῦ τοῦ κόσμου πάντοτε ἀφήνουν πίσω τους κάποια θλίψη.
Ἐ: Μποροῦν οἱ δυσκολίες στὶς σχέσεις μας μὲ τοὺς ἄλλους νὰ φέρουν πνευματικὸ πένθος;
Ἀ: Σίγουρα. Πρέπει νὰ μετατρέψουμε τὶς δυσκολίες σὲ προσευχή. Ἀντὶ νὰ κατηγοροῦμε αὐτοὺς ποὺ μᾶς δυσκολεύουν, καλύτερα νὰ κατηγορήσουμε τὸν ἑαυτό μας στὴν προσευχή. Δὲν εἶναι εὔκολο. Πρέπει νὰ ἀσκήσουμε βία πὰνω στὸν ἑαυτό μας γιὰ νὰ τὸ ἐπιτύχουμε. Ὡστόσο, μόλις βιώσουμε τὸ πέρασμα αὐτὸ ἀπὸ τὸ ψυχολογικὸ στὸ πνευματικὸ ἐπίπεδο, γνωρίζουμε τὸ πρότυπο καὶ ἀσκοῦμε πρόθυμα τὴ βία αὐτή, ἡ ὁποία ἀνοίγει μπροστὰ στὸ πνεῦμα μας νέο πνευματικὸ ὁρίζοντα. Ἂν ὑποκύψουμε στὸ ψυχολογικὸ ἐπίπεδο, μᾶς σκοτώνει, γιατὶ ὁ μόνος καρπός του εἶναι ὁ πνευματικὸς θάνατος. Ὅταν λέμε «βία», δὲν ἐννοοῦμε κάποιο νοσηρὸ εἶδος βίας, νὰ χτυπιόμαστε δηλαδὴ ἢ κάτι τέτοιο. Ἡ «βία» εἶναι πνευματικὸς τεχνικὸς ὅρος ποὺ σημαίνει ὅτι δείχνουμε τὸν αὐτοκαθορισμό μας στὸν Θεὸ μὲ τὴν προσπάθειά μας. Στὴν ἀρχή, μπορεῖ νὰ εἶναι πολὺ δύσκολο καὶ νὰ χρειασθεῖ νὰ ἐπιμείνουμε, ἀλλὰ ὁ Γ. Σωφρόνιος φθάνει στὸ σημεῖο νὰ λέει ὅτι, ὅταν τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἐνοικήσει στὴν καρδιά μας, δὲν ὑπάρχει πλέον ἄσκηση, διότι εἶναι τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ποὺ ἐργάζεται μέσα μας. Οἱ Μακαρισμοὶ εἶναι στὴν πραγματικότητα μιὰ κλήση, πρέπει νὰ Τὸν ἀκολουθήσουμε ἑκούσια, καὶ φανερώνουμε τὸ αὐτεξούσιό μας ἀσκώντας «βία» πάνω στὸν ἑαυτό μας.
Μέρος 3ο
Ἐ: Πῶς μποροῦμε νὰ διακρίνουμε ἂν ἡ αἴσθηση ποὺ ἔχουμε μετὰ τὴν προσευχὴ βαθιᾶς εἰρήνης, εἶναι ἀπὸ τὸν Θεὸ ἢ ἀπὸ τὸν ἐχθρό;
Ἀ: Ἡ εἰρήνη ὡς κατάσταση δὲν μπορεῖ ποτὲ νὰ προέλθει ἀπὸ τὸν διάβολο. Εἶναι λάθος νὰ ἀποκαλοῦμε εἰρήνη ὅ, τι προέρχεται ἀπὸ τὸν ἐχθρό. Δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι εἰρήνη. Ὁτιδήποτε προέρχεται ἀπὸ τὸν ἐχθρό, μᾶς μεταδίδει τὴν κατάσταση τοῦ ἐχθροῦ, ἡ ὁποία εἶναι θυμός, φόβος, θάνατος, σκότος. Ἀντιθέτως, ὁτιδήποτε προέρχεται ἀπὸ τὸν Θεὸ μᾶς μεταδίδει φῶς, εἰρήνη, χαρά, πραότητα, ταπείνωση, ζωή. Ἡ εἰρήνη εἶναι καρπὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἕνας τρόπος γιὰ νὰ διακρίνουμε ἂν ἡ εἰρήνη ποὺ βιώνουμε στὴν προσευχὴ εἶναι ἀπὸ τὸν Θεό, εἶναι ὁ ἑξῆς: φανερώνεται ὅταν κάποιος μᾶς κόβει τὸ θέλημα ἢ μᾶς προσβάλλει. Ἂν δὲν χάσουμε τὴν εἰρήνη μας, σημαίνει ὅτι προέρχεται ἀπὸ τὸν Θεό. Ἂν αἰσθανόμαστε κάποια γαλήνη, ἀλλὰ γινόμαστε σὰν ἄγρια λιοντάρια ὅταν κάποιος μᾶς διορθώσει, τότε πιθανῶς νὰ μὴν ἔχουμε πετύχει ἀκόμα.
Ἐ: Δὲν εἶμαι σίγουρος ὅτι καταλαβαίνω σωστὰ τὴν κατάκριση καὶ τὴν καταδίκη. Ὁ Ἰησοῦς κατέκρινε τοὺς Φαρισαίους καὶ ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Βαπτιστὴς τοὺς ὀνόμασε «γενιὰ ἐχιδνῶν». Μποροῦμε νὰ κατακρίνουμε κάποιον χωρὶς νὰ τὸν καταδικάσουμε;
Ἀ: Μὰ ὁ Θεὸς εἶναι ὁ Κριτής. Πῶς μποροῦμε νὰ πάρουμε τὴ θέση Του; Εἶναι δική Του ἐξουσία νὰ κρίνει, Αὐτὸς κρίνει πάντοτε δικαίως γιατὶ γνωρίζει τὰ πάντα. Ἂν καταδικάζουμε ἢ κρίνουμε, ἐκθέτουμε τὸν ἑαυτό μας στὴν ἁμαρτία. Ὁ ἅγ. Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος λέει ὅτι αὐτὸς ποὺ ζεῖ μὲ πένθος δὲν τολμᾶ οὔτε ἕνα μικρὸ παιδὶ νὰ κοιτάξει στὰ μάτια. Πόσο μᾶλλον νὰ κατακρίνει; Τὸ πένθος καὶ ἡ μετάνοια γίνονται ὁ δάσκαλός μας: ἂν κατακρίνουμε, σίγουρα θὰ χάσουμε τὴν ἔνταση, τὴν παρρησία ποὺ εἴχαμε στὴν προσευχή μας, καὶ θὰ μάθουμε μὲ ἀρνητικὸ τρόπο ὅτι καλύτερα εἶναι νὰ παραιτούμαστε ἀπὸ τὸ νὰ κρίνουμε.