Δευτέρα, 25 Σεπτεμβρίου

Ἀπὸ τὴν ὁμιλία τοῦ π. Πέτρου ἀπὸ τὶς 29.03.20 Κυριακὴ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τῆς Κλίμακος

Μέρος Ι

Μετὰ τὴν Κυριακὴ τῆς Σταυροπροσκυνήσεως ἔχουμε δύο Κυριακές ἀφιερωμένες στοὺς ἁγίους Πατέρες καὶ τὶς ἅγιες Μητέρες. Σήμερα στὸν ἅγ. Ἰωάννη τὸν Σιναΐτη καὶ τὴν ἑπόμενη Κυριακὴ στὴν Ἁγία Μαρία τὴν Αἰγυπτία, γιὰ νὰ μᾶς δείξει ὅτι ἡ ἀσκητική, ἁγία ζωή ἀπορρέει ἀπὸ τὸν Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ. Προκειμένου ὁ῀λόγος τοῦ Σταυροῦ῀ (Α΄ Κορ. 1,18, ἑλληνικό κείμενο) νὰ ἀκούγεται/νὰ ἀκουστεῖ, (νὰ ἠχεῖ/νὰ ἠχήσει) στὴν καρδιά μας, πρέπει πρῶτα νὰ σταυρώσουμε τὸν νοῦ μας μὲ τὶς εὐαγγελικὲςἐντολὲς. Πῶς; Ὁρίσαμε τὸν Χριστὸ ὡς πρότυπο γιὰ τὴ ζωή μας καὶ ὅσο περισσότερο συγκρίνουμε τὸν ἑαυτό μας μὲ Αὐτόν, τόσο περισσότερο βλέπουμε τὶς μεγάλες ἀδυναμίες μας,( τὶς ἐλλείψεις μας, τὶς ἀτέλειές μας}. Αὐτός ὁ μεγάλος πόνος φέρνει στὴν ἐπιφάνεια αὐτὸ ποὺ ἀποκαλοῦμε καρδιά, ἐκεῖνο τὸ πνευματικὸ μέρος ὅπου, ὅπως λέει ὁ Γ. Σωφρόνιος, ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἑνωμένος μὲ τὸν Θεό. Ἡ ὁδὸς τοῦ Σταυροῦ ἐκφράζεται πιὸ ἄριστα (κάλλιστα, καλύτερα} ἀπὸ τοὺς ἁγίους Πατέρες καὶ τὶς Μητέρες, (ἀπό τοὺς ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας μας) οἱ ὁποῖοι ἦταν ἁγιασμένοι (κεκαθαρμένοι) διὰ τῆς πορείας {τῆς ὁδοῦ) τοῦ ἀσκητισμοῦ, καθιστάμενοι ὅσιοι,(μὲ τὸ νὰ γίνουν ὅσιοι) δηλαδὴ νεκροὶ στὸν κόσμο. Ἡ Εκκλησία μπορεῖ νὰ ἐπέλεξε τὸν ἅγιο Ἰωάννη γιὰ αὐτὴ τὴν Κυριακὴ ὄχι ἐπειδὴ ἦταν ὁ μεγαλύτερος, ( ὁ σπουδαιότερος, Μέγας),  ὅλοι ἦταν μεγάλοι, (σπουδαῖοι) ἀλλὰ ἐπειδὴ εἶχε, ὄχι μόνο τὴν ἐμπειρία ἀλλὰ καὶ τὴ σοφία καὶ τὸ χάρισμα ( τὴ δωρεὰ) νὰ μᾶς ἀποκαλύψει αὐτὸ τὸ μυστήριο τῆς ὁδοῦ (πορείας) τῆς σωτηρίας στὸ ἀπίστευτο βιβλίο του “Η Κλίμαξ”. Σήμερα θυμόμαστε καὶ τὸν ἅγιο Διάδοχο Φωτικῆς ποὺ εἶπε ὅτι μεταξὺ τῶν μοναστῶν ὑπάρχουν πολλοί ποὺ ἔλαβαν τὸ χάρισμα τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ πολὺ λίγοι εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ, μαζὶ μὲ τὴ γνώση, εἶχαν ἐπίσης λόγο σοφίας γιὰ νὰ ἐξηγήσουν αὐτὴ τὴ γνώση στοὺς ἄλλους. Ὁ συνδυασμὸς τῶν δύο εἶναι πολὺ σπάνιος. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης (τοῦ Σινᾶ, τῆς Κλίμακος εἶχε αὐτὸ τὸ χάρισμα καὶ, τολμῶ νὰ πῶ, ὁ ἱδρυτὴς καὶ  Πατέρας μας ἐπίσης.

Δεδομένου ὅτι θυμόμαστε τὴν πορεία (τὴν ὁδὸ) τῶν ἀσκητῶν, εἶχα τὴν ἰδέα νὰ πῶ λίγα λόγια γιὰ τὸν ἅγιο Ἰωσήφ τὸν Ἡσυχαστή καὶ τὸν ἅγιο Εὐφραὶμ τὸν Κατουνακιώτη (ἀπό τὰ Κατουνάκια) οἱ ὁποῖοι πρόσφατα, ἔχουν ἁγιοποιηθεῖ, (ἁγιοκαταταχθεῖ, ἔχουν μπεῖ στὴ χορεία τῶν ἁγίων), ἐπειδὴ ὑπάρχουν κάποιες πτυχὲς στὴ ζωή τους ποὺ τοὺς συνδέουν πολὺ στενὰ μὲ τοὺς Πατέρες μας, ἅγιο Σιλουανὸ καὶ ἅγιο Σωφρόνιο. Μέσα ἀπὸ τὴ ζωή τους μποροῦμε νὰ ἐκτιμήσουμε ὁρισμένα (συγκεκριμένα) πράγματα ποὺ βρίσκουμε στοὺς Πατέρες μας. Τὸ πρόγραμμα ποὺ ἔχουμε ἐδῶ στὸ Μοναστήρι ἔχει  στοιχεῖα ποὺ ἐπηρεάζονται ἀπὸ τὴν παράδοση τοῦ Ἁγίου Ὄρους καὶ ἤθελα νὰ μιλήσω γι ‘αὐτοὺς τοὺς ἁγίους, γιατὶ νομίζω ὅτι θὰ μᾶς βοηθήσει νὰ ἐκτιμήσουμε αὐτὸ ποὺ ἔχουμε ἐδῶ. Ὁ ἀπ. Παῦλος λέει στοὺς Κορινθίους: «Οὐ γὰρ  θέλομεν ὑμᾶς ἀγνοεῖν, Ἀδελφοί, ὑπὲρ τῆς θλίψεως ἡμῶν τῆς γενομένης ἡμῖν ἐν τῇ Ἀσίᾳ ὅτι καθ΄ ὑπερβολὴν ἐβαρήθημεν ὑπὲρ δύναμιν ὥστε ἐξαπορηθῆναι ἡμᾶς καὶ τοῦ ζῆν. Ἀλλὰ αὐτοὶ ἐν ἑαυτοῖς τὸ απόκριμα τοῦ  θανάτου ἐσχήκαμεν, ἵνα μὴ πεποιθότες ὦμεν ἐφ ἑαυτοῖς, ἀλλ΄ ἐπὶ τῶ Θεῷ τῷ ἐγείροντι τοὺς νεκρούς»(Β΄ Κορ. 1,8-9). Αὐτοὶ οἱ Ἅγιοι, περισσότερο ἀπὸ ὁτιδήποτε ἄλλο, μυήθηκαν σὲ αὐτὴ τὴ μεγάλη ἐπιστήμη, τοῦ νὰ περάσουν ἀπὸ τὸν θάνατο στὴ ζωή, νὰ βροῦν ἀληθινὴ ἐλπίδα στὸν ζωντανὸ Θεό, κρατώντας τὸν νοῦ τους στὸν  ἅδη. (στὴν κόλαση). Μυήθηκαν σὲ αὐτὸ τὸ μυστήριο καὶ ἔφεραν αὐτὴ τὴν καταδίκη τοῦ θανάτου, οἰκειοθελῶς, στὴ ζωή τους.

Ἡ ζωή τοῦ γέροντος Ἰωσὴφ τοῦ Ἡσυχαστοϋ εἶναι μοναδική, ἐπελέγη ἀπὸ τὸν Θεό «ἐκ κοιλίας μητρὸς αὐτοῦ». Μεγάλωσε στὸ νησὶ τῆς Πάρου, ἀλλά μετακόμισε στὸν Πειραιά στὴν Ἀθήνα, όταν ὁ πατέρας του κοιμήθηκε, καθώς ἔπρεπε νὰ στηρίξει τὴν οἰκογένειά του. Πουλοῦσε πράγματα στοὺς δρόμους ἤ ἔξω ἀπὸ τὶς ἐκκλησίες, ἀλλὰ ἔφθασε σὲ ἕνα σημεῖο ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ πουλήσει τίποτα πιὰ, καὶ ἔτσι γύρισε στὸν Θεό λέγοντας: «Κύριε, ἔλα σὲ βοήθειά μου, θέλω μόνο νὰ στηρίξω τὴν φτωχή μου οἰκογένειά». Τότε ἄκουσε μία  φωνὴ στὴν καρδιά του ποὺ εἶπε: «Ξέρεις ποιός εἶμαι ἐγὼ;» Καὶ εἶπε, «Ποιός εἶσαι;» Καὶ ἡ ἀπάντηση ἦταν: «Εἶμαι ὁ Σωτήρας σου γιὰ τὸν ὁποῖο ἡ καρδιά σου εἶναι διψασμένη καὶ δὲν σὲ θέλω νὰ πουλᾶς ἐπίγεια πράγματα πιά, θέλω, ἀπὸ τώρα καὶ στὸ ἑξῆς νὰ ἀσχοληθεῖς (νὰ ἔλθεις σὲ ἐπαφὴ) μὲ τὰ οὐράνια πράγματα». Ἐπέστρεψε στὴν Ἀθήνα καὶ δὲν μποροῦσε νὰ εἰρηνεύσει. (νὰ βρεῖ εἰρήνη). Τοῦ εἶχαν δώσει (τοῦ δόθηκε) ἕνα βιβλίο μὲ βίους ἁγίων, ἄρχισε νὰ τὸ διαβάζει καὶ νὰ μιμεῖται τὴ ζωή τους(τὸν βίο τους). Θὰ πήγαινε σὲ σπήλαια γύρω ἀπό τὴν Ἀθήνα, (στὸν περίγυρο τῆς Ἀθήνας), ὅπου θὰ ζοῦσε στὰ δέντρα καὶ θὰ ἔτρωγε κάθε δύο μέρες. Ἕνα χαρακτηριστικὸ τῆς ζωῆς του ἦταν ὅτι ἄρχισε μὲ πολὺ αὐστηρὸ (δριμὺ) ἀσκητισμό, ἦταν ἀνηλεὴς στὸν ἑαυτό του (αδίστακτος μὲ τὸν ἑαυτό του). Ἔλεγε ὅτι στέκεται πάνω ἀπὸ τὸ σῶμα του σὰν δήμιος (ἐκτελεστής). Ἀργότερα, θὰ ἔλεγε στοὺς μαθητές του, «φονεύσετε τὸν ἑαυτό σας γιὰ νὰ ζήσει ἡ ψυχή σας». Καὶ στὸν Θεό θὰ ἔλεγε: «Κύριε, εἴτε θὰ ζήσω μία ὥρα ὅπως θέλεις νὰ ζήσω, ἤ ἀλλιώς τώρα θὰ πεθάνω. ‘

Αὐτὸ ποὺ ἔχει κοινὸ μαζὶ μὲ τὸν ἅγιο Σιλουανό, εἶναι ὅτι καὶ οἱ δύο δεινοπάθησαν, γιατὶ δὲν  μπὸρεσαν νὰ βροῦν ἕνα Γέροντα, ὁ ὁποῖος θὰ εἶχε παρόμοια ἐμπειρία μαζί τους. Ὅταν πῆγε στὸ Ἅγιον Ὄρος, ἀγόρι ἀκόμα, λαϊκὸς, ὁ Ἅγιος Ἰωσήφ θὰ διάβαζε τὴ Φιλοκαλία καὶ θὰ ἔβλεπε ὅτι στὴν Προσευχὴ τοῦ Ἰησοῦ ὑπάρχει ἕνα βάθος, μία ὁλόκληρη ζωὴ ποὺ δὲν τὴν εἶχε ἀκόμα. Θὰ πήγαινε στὴν ἔρημο καὶ θὰ περνοῦσε ὅλη τὴν ἡμέρα μέχρι τὸ ἀπόγευμα χωρὶς φαγητό, κλαίγοντας ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, οὕτως ὥστε νὰ γνωρίσει τὴν προσευχὴ τοῦ Ἰησοῦ. Μία μέρα, ποὺ βρισκόταν (στεκόταν)ἐκεῖ στὴν ἔρημο, λέει ὅτι τὸ πρόσωπό του ἦταν πρησμένο (φουσκωμένο) ἀπὸ τὰ δάκρυα, καὶ γύρισε σὲ μὶα εκκλησία τῆς Θεοτόκου, τὴν ὁποία μποροῦσε νὰ δεῖ ἀπὸ ἀπόσταση καὶ εἶπε μία μικρὴ προσευχή. Τότε ἔνιωσε ἕνα δυνατὸ (ἰσχυρὸ) ἀέρα νὰ ἔρχεται καὶ νὰ ἐμφυτεύει τὴν προσευχὴ τοῦ Ἰησοῦ στὴν καρδιά του. Ὅπως συνέβη στὸν Ἅγιο Σιλουανὸ, ἡ προσευχὴ ἄρχισε νὰ ρέει (τρέχει) ἀσταμάτητα στὴν καρδιά του. Στὴ συνέχεια μετακόμισε σὲ ἕνα σπήλαιο καὶ μόλις ἔγειρε (ἔστρεψε) τὸ κεφάλι του στὸ στῆθος του λέγοντας τὴν προσευχή, εἶχε τὴν πρώτη του ἁρπαγή. Δὲν ἦταν κάν μοναχὸς ἀκόμα! Ἐκείνη τὴ στιγμὴ εἶπε: «Κύριε, γιατί δὲν παίρνεις τὴ ζωή μου τώρα; Δὲν θέλω νὰ ἐπιστρέψω “, τέτοια εὐδαιμονία ποὺ βίωσε.

Μέρος II

Καθώς δὲν μποροϋσε νὰ βρεῖ ἕνα Γέροντα, ἔπρεπε νὰ αὐτοσχεδιάσει τὴ ζωή του. Ἀργότερα θὰ ἔλεγε: «Ἄν κάποιος κληθεῖ νὰ γίνει μοναχός, αὐτὴ εἶναι μία μεγάλη εὐλογία ἀπὸ τὸν Θεό. Ἀλλὰ ἄν μαζὶ μὲ τὸν καλούντα τὸν φέρει ὁ Θεός καὶ σὲ πνευματικὸ Πατέρα, (πνευματικὸ καθοδηγητὴ, Γέροντα Πνευματικὸ), αὐτὸ εἶναι ἕνα ἰδιαίτερο χάρισμα γιὰ τὸ ὁποῖο πρέπει νὰ εὐχαριστηθεῖ πολὺ ὁ μοναχός, (πρέπει να νοιώθει εὐγνωμοσύνη ὁ μοναχός, νὰ ευχαριστεῖ πολὺ…), διότι χωρὶς αὐτὸ, θὰ ἔχει εἴτε μεγάλη δυσκολία εἴτε θὰ παραμείνει στὸ μοναστήρι, ἀλλὰ θὰ ξοδεύει τὴ ζωή του μὲ ἀμέλεια. Αὐτὸς εἶναι ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο ὁ ἅγιος Ἰωσὴφ ξεκίνησε τὴ ζωή του στὸ Ἅγιο Ὄρος τὴ δεκαετία τοῦ ’60, ὅταν εἶχε ἀρχίσει μία περίοδος ἀργῆς μείωσης τοῦ μοναχισμοῦ (παρακμῆς τοῦ μοναχισμοῦ). Δὲν ὑπῆρχαν σχεδὸν καθόλου μοναχοὶ στὰ μοναστήρια, ἀλλὰ ὑπῆρχε ἔντονη ζωὴ στὴν ἔρημο, ὅπου ὑπῆρχαν πολλοὶ ἡσυχαστὲς, φορεῖς αὐτῆς τῆς παράδοσης. Ὁ ἅγιος Ἰωσήφ προσχώρησε σὲ τέτοιους ἡσυχαστές καὶ δέχτηκε νὰ ἀκολουθήσει τὸν κανόνα τῆς προσευχῆς τους, ἀλλὰ ἀκόμα δὲν εἶχε κανένα νὰ τὸν καθοδηγήσει. Ὅταν γνώρισε τὸν ἅγιο Δανιήλ ἀπὸ τὰ Κατουνάκια,(τόν Κατουνακιώτη), τοῦ εἰσηγήθηκε νὰ θέσει τὸν ἑαυτό του ὑπὸ ὑπακοὴ σὲ ἕνα Γέροντα. Καὶ βρῆκε ἕναν ἁπλὸ Γέροντα, τοῦ ὁποίου τὸ ὄνομα ἦταν Εὐφραίμ, ὁ ὁποῖος τὸν ἔκανε Μεγαλόσχημο. Κατόπιν ἀνέβηκε μὲ ἕνα συνασκητή του στὴ σκήτη τοῦ Ἁγίου Βασιλείου, ὅπου ἡ ζωή του ἦταν ἕνα πραγματικὸ μαρτύριο, καθώς ἔκανε (πολέμησε)γιὰ χρόνια ἕνα τιτάνιο ἀγώνα (μία τιτάνια μάχη) ἐνάντια στοὺς δαίμονες καὶ τὰ πάθη. Ἐκεῖ ὁ Γ. Σωφρόνιος πῆγε νὰ τὸν συναντήσει τὸ 1939, ὅταν ὁ ἅγιος Σιλουανὸς εἶχε ἀποβιώσει, οὕτως ὥστε νὰ ἐπωφεληθεῖ ἀπὸ αὐτὸν καὶ μᾶλλον νὰ μιλήσει μαζί του καὶ γιὰ τὴν ἀπόφασή του νὰ πάει στὴν ἔρημο, πράγμα ποὺ συνέβη πολὺ σύντομα.

Ὅταν μετακόμισε στὴ μικρὴ σκήτη τῆς Ἁγίας Ἄννης, ἀπέκτησε τοὺς πρώτους μαθητές του. Ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς ἦταν ὁ ἅγιος Εὐφραὶμ ὁ Κατουνακιώτης (ἀπὸ τὰ Κατουνάκια). Αὐτὸς μεγάλωσε στὴ Θήβα ὅπου συνάντησε τοὺς Γέροντές του, τὸν π. Νικηφόρο καὶ τὸν π. Προκόπιο ποὺ ζοῦσαν σὲ ἕνα κελὶ στὰ Κατουνάκια. Ὅταν ὁ ἅγιος Εὐφραὶμ ἐντάχθηκε σὲ αὐτοὺς γιὰ νὰ γίνει μοναχός, συνειδητοποίησε ὅτι δὲν ὑπῆρχε πνευματικὴ ζωὴ ὅπως ἤλπιζε νὰ βρεῖ. Ἀσχολοῦνταν ὅλη τὴν ἡμέρα μὲ ἐργόχειρα καὶ εἶχαν πολὺ γρήγορες (σύντομες) ἀκολουθίες. Ἀργότερα (στὴ συνέχεια) ἔμαθε νὰ κλαίει (νὰ ρίχνει δάκρυα, νὰ θρηνεῖ  ζητώντας ἀπὸ τὸν Θεό ἀληθινὴ πνευματικὴ ζωὴ καὶ τὸ κράτησε αὐτὸ  ὡς κανόνα νὰ ζεῖ μὲ δάκρυα. Βέβαια, ὅλα αὐτὰ τὸν προετοίμασαν γιὰ τὴ συνάντησή του μὲ τὸν ἅγιο Ιωσήφ. Ὡς νεαρὸς μοναχός, ὁ Χριστὸς εἶχε ἐμφανιστεῖ στὸν π. Εὐφραίμ. Τρία παιδιά ἐμφανίστηκαν στὸ κελί του και αἰσθάνθηκε σὰν νὰ ἀγκάλιαζε τὸ ἕνα στὸ μέσον ποὺ ἦταν ὁ Χριστός. Ὁ ἅγιος Ἰωσὴφ εἶχε παρόμοια ἐμπειρία, ὅταν τρία παιδιά ἐμφανίστηκαν σ΄ αὐτὸν καὶ ὅταν γνώρισε τὸν π. Εὐφραίμ, ἀντελήφθηκε ὅτι αὐτὴ ἡ συνάντηση ἦταν ἐκ Θεοῦ. Ὅταν συναντήθηκαν, ὁ ἅγιος Ἰωσὴφ τοῦ εἶπε: «Εσὺ μὲ ἔψαχνες καὶ ἐγὼ ἔψαχνα γιὰ σένα» Αὐτὸ μᾶς κάνει νὰ σκεφτοῦμε πῶς συναντήθηκαν ὁ ἅγιος Συλουανὸς καὶ ὁ ἅγιος Σωφρόνιος. Μερικὲς φορὲς εἶναι ὁ Θεὸς ποὺ ὀργανώνει τέτοιες συναντήσεις, ποὺ εἶναι ἀληθινὰ προφητικὰ γεγονότα. Ὁ π. Εὐφραὶμ εἶπε ὅτι μετὰ ἀπὸ αὐτὴ τὴ συνάντηση, ἡ ζωή του μεταμορφώθηκε ἐντελῶς σὲ δύο μῆνες. Αὐτὸς ἀπέκτησε τὴν κατάσταση τοῦ Γέροντα του τόσο γρήγορα ποὺ τοῦ εἶπε στὸ τέλος ὁ γ. Ἰωσήφ: «Παιδί μου, έχουμε χύσει αἷμα γιὰ χρόνια γιὰ νὰ ἀποκτήσουμε τὰ πράγματα ποὺ ἀπόκτησες ἐσὺ μόνο μέσω τῆς ὑπακοῆς σου». Καὶ ὁ ἅγιος Ἰωσήφ ἔγραψε ἀκόμη καὶ ἕνα ποίημα λέγοντας: «Ἡ ὑπακοή, σίγουρα ἀνήκει σὲ ὅλους σας, μὲ ὅλα τὰ πλεονεκτήματα.».

῾Ωστόσο, τὸ μυστήριο τοῦ Σταυροῦ ἦρθε στὴ ζωὴ τοῦ ἁγίου Εὐφραὶμ μέσω τοῦ σοφοῦ του Γέροντα ἀπὸ τὴν σκήτη ποὺ τὸν εἶχε ἐντάξει στὴν ἀρχή, ὁ ἅγιος Νικηφόρος, ὁ ὁποῖος ἦταν πολὺ αὐστηρὸς μαζί του. Φανταστεῖτε, γιὰ παράδειγμα, ὅτι θὰ ἔλεγε στὸν ἅγ. Εὐφραίμ ὅτι εἶχε ἀφήσει τὰ παπούτσια του στὶςΚαρυές καὶ ὅτι ἔπρεπε νὰ πάει νὰ τοῦ τὰ φέρει. Ἔτσι ἔπρεπε νὰ περπατήσει γιὰ ὧρες, νὰ δεῖ ὅτι δὲν ὑπήρχαν παπούτσια καὶ νὰ ἐπιστρέψει μὲ ἄδεια χέρια. Ἦταν τόσο ἀδικαιολόγητα αὐστηρὸς ποὺ ὁ ἅγιος Eὐφραὶμ ἄρχισε νὰ προσεύχεται ἀπεγνωσμένα μέρα καὶ νύχτα γιὰ νὰ τοῦ δείξει ὁ Θεός τὸ θέλημά Του. Ὡστόσο, κάθε φορὰ ποὺ θὰ προσπαθοῦσε νὰ φύγει, εἶπε ὅτι ὁ Θεός ἀποτραβοῦσε τὴ χάρη Του ἀπὸ αὐτὸν καὶ ἔνιωθε σὰν ζῶο. Καὶ ἔτσι θὰ ἐπέστρεφε στὴν σκήτη κάθε φορά. Μία φορὰ, πήγαινε στὸ κελὶ του καὶ ἕνας ἄλλος μοναχὸς τὸν ρώτησε πώς ἦταν ὁ Γέροντάς του Νικηφόρος. Δὲν εἶπε τίποτα ἐναντίον τοῦ Γέροντά του, ἀλλὰ καθὼς βρισκόταν σὲ μία στιγμὴ θλίψεως, εἶπε μὲ κάποια πικρία: «Πῶς θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι;» Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ τὰ λόγια, εἶπε ὅτι γιὰ ἕξι μῆνες δὲν μποροῦσε νὰ βρεῖ ξανὰ τὴν προσευχή. Μετὰ ἀπὸ περίπου 36 χρόνια τέτοιας ἀδιανόητης ὑπακοῆς, ὁ Γέροντάς του πέθανε. Στὴν κηδεία, ὅταν ἔβαλαν τὸ σῶμα του στὸν τάφο, καθὼς πέταξε μία χούφτα γῆς στὸ σῶμα τοῦ Γέροντός του, ὁ Θεός τοῦ εἶπε: «Αὐτὸ ἦταν τὸ θέλημά μου». Καὶ ὁ ἅγιος Εὐφραὶμ ἀπάντησε λέγοντας: «Κύριε, τώρα μοῦ  τὸ λές αὐτό; Τί θὰ συνέβαινε ἄν τὰ εἶχα ἀφήσει ὅλα αὐτὰ τὰ χρόνια; »Καὶ πάλι ὁ Θεός ἀπάντησε:« Ἄν εἶχες φύγει, θὰ ἔχανες ».

Παρόλο ποὺ δὲν ὑπῆρχε τέτοια παράδοση στὴν ἐποχή του στὴν ἔρημο τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ὁ ἅγιος Ἰωσήφ εἶχε μερικὲς ἐνδιαφέρουσες πτυχὲς στὸ ἀσκητικό του πρόγραμμα: Ἀγαποῦσε νὰ ἀφιερώνει πολλὲς ὧρες τὴ νύχτα μελετώντας τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ λόγο (τὰ ἔργα) τῶν Πατέρων, ἐπειδὴ πίστευε ὅτι αὐτὸ πρέπει νὰ εἶναι μέρος τοῦ ἀσκητικοῦ προγράμματος ἑνὸς μοναχοῦ. Κρατοῦσε ἐπίσης τὴν προσευχὴ τοῦ Ἰησοῦ. Θὰ ἔκλινε τὸ κεφάλι στὸ στῆθος του καὶ γιὰ ἕξι ὧρες θὰ ἔλεγε τὴν Προσευχή τοῦ Ἰησοῦ καὶ ἔστω κι ἄν ὁ ἱδρώτας θὰ ἔσταζε ἀπὸ τὸ πρόσωπό του, ἁπλὰ δὲν θὰ σταματοῦσε τὴν προσευχὴ του. Ἔτσι εἶχε μεγάλη ἀγάπη γιὰ τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, γιὰ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴ Λειτουργία. Ἦταν ἡ ὁμάδα του ποὺ ἄρχισε νὰ ἔχει συχνὴ Θεία Κοινωνία καὶ κατηγορήθηκε ὅτι παραπλανήθηκε, ἄν καὶ στὴν πραγματικότητα αναβίωσε μόνο την παράδοση τοῦ ἁγίου Νικοδήμου. Οἱ ἀπόγονοί του διατήρησαν τὸ ἴδιο πρόγραμμα στὰ μοναστήρια τους. Ἐδῶ εἴμαστε εὐλογημένοι μὲ αὐτὴ τὴν πολύ μεγάλη δωρεὰ νὰ ἔχουμε τέσσερεις ὧρες μὲ τὴν Προσευχὴ τοῦ Ἰησοῦ, ποὺ θὰ ἦταν δύσκολο νὰ τὸ κρατὴσουμε μόνοι μας. Οἱ μοναχοὶ σὲ ἄλλα μοναστήρια, ὅπου τηροῦν καθημερινὰ ὅλους τοὺς κανόνες καὶ ὅλα τα ἀναγνώσματα, πιστεύουν ὅτι εἶναι μία πολυτέλεια γιὰ ἕνα μοναχὸ νὰ ἔχει τέσσερεις ὧρες μὲ τὸ Ὄνομα τοῦ Χριστοῦ στὴν ἐκκλησία, ὑποστηριζόμενος ἀπὸ τὶς προσευχὲς ὅλων τῶν ἄλλων ἀδελφῶν. Εἶναι πράγματι μία πολύ μεγάλη δωρεὰ καὶ πρέπει νὰ τὴν ἐκτιμήσουμε.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *