Μέρος 1ο
Τὴν Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας, γιορτάζουμε τὸν θρίαμβο τοῦ Ὀρθόδοξου δόγματος καὶ τὴν ἀναστήλωση τῶν εἰκόνων. Αὐτὸς εἶναι ἕνας θρίαμβος ποὺ πρέπει νὰ βιωθεῖ ἐμπειρικὰ στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου, διότι ποῖο ὄφελος ἔχουμε ἂν δὲν βιώσουμε τὸν θρίαμβο τῆς ὀρθῆς πίστης στὴν ἴδια μας τὴν καρδιά, ἐὰν ἡ ἀληθινὴ εἰκόνα, ἡ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, δὲν ἀποκατασταθεῖ μέσα μᾶς; Αὐτὴ τὴν πνευματικὴ ἐμπειρία ἐξέφρασε ὡς θεολογία του, ὁ σημερινὸς μεγάλος ἱεράρχης, ὁ ἅγ. Γρηγόριος Παλαμᾶς, ἐξηγώντας τὸ μυστήριο τῆς κοινωνίας τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸ ἄκτιστο Φῶς τῆς Θεότητος. Ὅπως εἶπε ὁ Γ. Σωφρόνιος, πρὶν ἀπὸ ἑξακόσια χρόνια ὁ ἅγ. Γρηγόριος ἀπάντησε στὰ ὑπαρξιακὰ προβλήματα τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου. Αὐτὸ ποὺ χρειάζεται περισσότερο ἀπὸ ὁτιδήποτε ἄλλο στὴν ἐποχή μας ὁ ἄνθρωπος, εἶναι ἡ ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ, τὸ βίωμα τῆς κοινωνίας μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, ὄχι οἱ φιλοσοφίες καὶ οἱ θεωρίες. Στὸν ἅγ. Γρηγόριο, βλέπουμε ὅτι ἀληθινὴ θεολογία εἶναι ἡ διήγηση τῆς συνάντησης τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό. Ὡς μοναχός, ἔζησε πολλὰ χρόνια μὲ ἕνα νόημα ὡς προσευχὴ μετανοίας: «Κύριε, φώτισόν μοῦ τὸ σκότος». Μέσα στὴ ζέση αὐτῆς τῆς προσευχῆς, βίωσε τὸ Φῶς τοῦ Θεοῦ πλουσίως, καὶ μπόρεσε στὴ συνέχεια νὰ δώσει μαρτυρία γιὰ τὸ ἱλαρὸ Φῶς τοῦ Προσώπου τοῦ Χριστοῦ στὴν Ἐκκλησία καὶ νὰ ὑπερασπισθεῖ τὴν ἐμπειρία τῶν ἡσυχαστῶν μοναχῶν τῆς ἐποχῆς του. Εἶναι ζωτικῆς σημασίας γιὰ ὅλους μας νὰ μάθουμε νὰ ζοῦμε μὲ τὴ βαθιὰ καρδιά μας, γιὰ νὰ ἀποφύγουμε κάθε πειρασμὸ τοῦ ἐχθροῦ. Ὁ πειρασμὸς τῆς παρρησίας καὶ τῆς οἰκειότητας στὶς σχέσεις μας μὲ τοὺς γύρω μας εἶναι ἰδιαίτερα λεπτός, καθὼς ἔτσι ἐκφράζουν οἱ ἄνθρωποι τὴν ἀγάπη τους στὶς μέρες μας καὶ μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο πέφτουν συχνὰ σὲ ἕνα λάκκο ἀπώλειας. «Ἡ παρρησία καὶ ἡ οἰκειότητα ὁδηγοῦν στὴν ἀπώλεια», ἀλλὰ ὁ ἄνθρωπος ποὺ μαθαίνει νὰ ζεῖ μὲ τὴ βαθιὰ καρδιά του, ἀποφεύγει αὐτὸν τὸν πειρασμὸ τῆς παρρησίας γιατὶ ἡ ἕνωση μὲ τὸν Θεὸ ποὺ βιώνει στὴν καρδιά του, τὸν ἐμποδίζει νὰ πάει πολὺ μακριὰ καὶ νὰ πέσει στὴν ἁμαρτία.
Ὅλος μας ὁ ἀγῶνας κατὰ τὴ διάρκεια τῆς Σαρακοστῆς εἶναι νὰ ξαναβροῦμε καὶ νὰ μάθουμε νὰ ζοῦμε μὲ τὴν καρδιά μας, ὥστε νὰ γίνουμε «ὁσμὴ ζωῆς» γιὰ τοὺς συνανθρώπους μας. Στὴ θεολογία τοῦ ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ βρίσκουμε τὴν πιὸ γνήσια ἀνθρωπολογία, μιὰ βαθιὰ γνώση γιὰ τὸν ἄνθρωπο, γιὰ τὴ δημιουργία του κατ’εἰκόνα Θεοῦ, καὶ τὶς συνέπειες τῆς πτώσης, γιὰ τὸ τί εἶναι ὁ νοῦς, ἡ καρδιὰ καὶ τὸ σῶμα, γιὰ τὴν ἀληθινὴ ἐλευθερία. Στὶς μέρες μας τὰ σαρκικὰ πάθη τῆς ἀτιμίας θεωροῦνται ὑψηλὴ τέχνη, καὶ ἔτσι ὁ ἄνθρωπος βεβηλώνει κάτι ποὺ ὁ Θεὸς δημιούργησε μὲ ἱερὸ σκοπό. Στὸν ἁγ. Γρηγόριο ξαναβρίσκουμε τὴν ἱερότητα τοῦ ἀνθρώπινου σώματος, ποὺ δὲν δημιουργήθηκε γιὰ νὰ μολύνεται ἀπὸ τὰ πάθη τῆς ἀτιμίας, ἀλλὰ γιὰ νὰ εἶναι ναὸς τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ (Α’ Κορ. 3,16). Γιὰ νὰ γίνει τὸ σῶμα ναὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ ἄνθρωπος πρέπει πρῶτα νὰ βρεῖ τὴν καρδιά του, καὶ ἡ θεολογία τοῦ ἁγ. Γρηγορίου μᾶς μυεῖ σὲ αὐτὸ τὸ μυστήριο, συνεχίζοντας τὴν ἡσυχαστικὴ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Μᾶς διδάσκει ὅτι ἡ καρδιὰ ἀναδύεται, ὅταν ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου σταυρώνεται ἀπὸ τὶς εὐαγγελικὲς ἐντολές. Ὑπὸ τὸ φῶς τοῦ λόγου τοῦ Χριστοῦ, ὁ ἄνθρωπος ἀνακαλύπτει τὶς συνέπειες τῆς «πεπτωκυίας» κατάστασής του καὶ διαπιστώνει ὅτι ἡ καρδιά του εἶναι καλυμμένη μὲ αὐτὸ ποὺ ὁ ἅγ. Γρηγόριος ἀποκαλεῖ «εἰδεχθὲς προσωπεῖον» – «σιχαμερὴ μάσκα». Αὐτὴ ἡ ὀδυνηρὴ συνειδητοποίηση τῆς πνευματικῆς του πτωχείας εἶναι τὸ πρῶτο σκαλὶ στὴν κλίμακα τῶν Μακαρισμών τοῦ Χριστοῦ, καὶ ὁ καρπὸς ποὺ ἀκολουθεῖ εἶναι τὸ πνευματικὸ πένθος: ὁ ἄνθρωπος ἀρχίζει νὰ θρηνεῖ γιὰ τὴν παραμόρφωσή του καὶ ἔτσι ἐξαγνίζεται.
Ὁ ἅγ. Γρηγόριος τονίζει ἀκούραστα τὴν καθαρτικὴ δύναμη τῶν δακρύων. Δὲν μποροῦμε νὰ γνωρίσουμε τὸν Θεὸ ἂν δὲν ἀποκτήσουμε ἁγνότητα, γιατὶ στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ «οὐ μὴ εἰσέλθη πᾶν κοινὸν καὶ ὁ ποιῶν βδέλυγμα καὶ ψεῦδος» (Ἀποκ. 21,27). Στὴν ἀσκητικὴ ὁδὸ τῆς Ἐκκκλησίας ἡ ἁγνότητα ἐνεργεῖται σὲ ὅλα τὰ μέλη τοῦ ἀνθρώπου, στὸ σωματικό – στὶς αἰσθήσεις του, στὸ ἐπιθυμητικὸ – στὶς ἐπιθυμίες του, στὸ λογιστικὸ – στὸν νοῦ του. Τρέφουμε τὸ σῶμα ὅσο χρειάζεται γιὰ νὰ ὑπηρετήσει τὸ πνεῦμα μας. Θεραπεύουμε τὸ ἐπιθυμητικὸ μὲ τὴ θεία ἀγάπη καὶ τὸ λογιστικὸ μὲ τὴ δύναμη τῆς προσευχῆς. Μέσα ἀπὸ τὸ πνευματικὸ πένθος καὶ τὴ μετάνοια, ὁ νοῦς κατεβαίνει μὲ φυσικὸ τρόπο στὴν καρδιά, ὅπου ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ προσευχηθεῖ μὲ καθαρὴ προσευχή. Ἕνα ἀπὸ τὰ τελευταῖα κείμενα τοῦ ἁγ. Γρηγορίου Παλαμᾶ εἶναι ἡ ἐπιστολή του πρὸς τὴ μοναχὴ Ξένη, ὅπου παρέδωσε ὅλα ὅσα εἶχε ἀποθησαυρίσει ἀπὸ τὴν προσωπική του ἡσυχαστικὴ ζωὴ ὡς ἐρημίτης. Βλέπουμε σὲ αὐτὴ τὴν πραγματεία, ὅτι οἱ πνευματικοὶ ἄνθρωποι ἀποφεύγουν τὸν πειρασμὸ τῆς οἰκειότητας, τῆς παρρησίας στὶς συναναστροφές τους, διότι ἔχουν ἕναν πολὺ πιὸ ἰσχυρὸ τρόπο ἐπικοινωνίας μὲ τοὺς συνανθρώπους τους: δίνοντας ἕνα λόγο ἀπὸ μιὰ καρδιὰ ποὺ εἶναι πεπυρωμένη ἀπὸ θεία ἀγάπη, μεταδίδοντας ἔμπνευση καὶ χάρη.
Στὴν ἐπιστολή του, ὁ ἅγ. Γρηγόριος γράφει: «Ἡμέρας δὲ διαυγασάσης καὶ φωσφόρου ἀνατείλαντος ἐν ταῖς καρδίαις ἠμῶν κατά τὸν ἐν Ἀποστόλοις Κορυφαῖον (Β’ Πέτρ. 1,19), ἔξεισι κατὰ τὸ προφητικὸν ἐκεῖνο λόγιον ὁ ὄντως ἄνθρωπος ἐπὶ τὴν ὄντως ἐργασίαν αὐτοῦ (Ψαλμ. 103,23), καὶ τῷ φωτὶ χρώμενος ὁδῷ ἄνεισιν ἡ ἀνάγεται ἐπ’ ὄρη αἰώνια (Ψαλμ. 75,5)». Τὰ ἀποκαλεῖ βουνά, γιατὶ ἡ ἀπόσταση ποὺ χωρίζει αὐτὴ τὴ ζωὴ ἀπὸ τὴν αἰωνιότητα τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀπροσμέτρητη. Μὲ ἄλλα λόγια, ὅταν ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ εἰσέλθει στὴν καρδιὰ σὰν φῶς, ὁ ἄνθρωπος γίνεται ἀληθινὴ ὑπόσταση καὶ ἀρχίζει τὸ ἀληθινό του ἔργο, γίνεται βασίλειον ἱεράτευμα. Μὲ τὴ δύναμη τοῦ φωτὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ ἄνθρωπος ἀνυψώνεται μὲ θαυμαστὸ τρόπο πέρα από αὐτὰ τὰ βουνὰ ποὺ κρύβουν τὸν Θεὸ ἀπὸ ἐμᾶς, γιὰ νὰ ἐποπτεύσει τὰ ὑπερκόσμια «ἐν τῷ φωτί». Ἀληθινοὶ θεολόγοι εἶναι ἐκεῖνοι πού, ὅπως ὁ Μωϋσῆς, πέρασαν πέρα από αὐτὰ τὰ ὄρη καὶ ἀτένισαν τὴν αἰωνιότητα. Ὅταν ἐπιστρέφουν, ἐκφράζουν μὲ λόγια ὅσο εἶναι δυνατὸν αὐτὸ ποὺ εἶδαν στὸ ὄρος τῆς θεοπτίας. Ὁ ἄνθρωπος ἀνεβαίνει πραγματικὰ ὄχι μὲ τὴ φαντασία του, ποὺ εἶναι ἀκατάλληλη γιὰ θεολογία, ἀλλὰ «ἐπ’ ἀληθείας ἄνεισιν ἀρρήτῳ πνεύματος δυνάμει, καὶ πνευματικῇ καὶ ἀρρήτῳ ἀντιλήψει τῶν ἀρρήτων ρημάτων διακούει καὶ ὁρᾶ τὰ ἀθέατα».
«Καὶ γίνεται ἕνα μὲ αὐτὸ τὸ θαῦμα». Ὁ ἄνθρωπος ἑνώνεται μὲ ἐκεῖνο ποὺ βλέπει. Ἀκόμη καὶ ὅταν ἐπιστρέφει ἀπὸ τὸ ὅραμα τοῦ Θεοῦ, ἐξακολουθεῖ νὰ ἔχει τὸ πῦρ τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ μέσα του. Ὅπως λένε οἱ Πατέρες, ὅταν βγάλουμε τὸ σίδερο ἀπὸ τὴ φωτιὰ μετὰ ἀπὸ πολλὲς ὧρες, βλέπουμε ὅτι ἔχει γίνει τὸ ἴδιο φωτιά. Παρόμοια, ὅταν οἱ Ἅγιοι ἐπιστρέφουν ἀπὸ τὸν ἄλλο κόσμο, μεταφέρουν καὶ ἐξαγγέλουν ὅλες τὶς ἀρετὲς τοῦ Θεοῦ. Καὶ συναγωνίζεται μὲ τοὺς ἀκαμάτους ὑμνωδούς, τοὺς Ἀγγέλους, σὰν ἄλλος ἐπίγειος ἄγγελος τοῦ Θεοῦ. Καὶ μέσω τοῦ ἑαυτοῦ του προσφέρει στὸν Θεὸ ὅλη τὴν κτίση, ἐπειδὴ καὶ ὁ ἴδιος μετέχει ὅλων, καὶ τώρα μετέχει καὶ τοῦ «ὑπὲρ τὰ πάντα» Θεοῦ, γιὰ νὰ ἀποδειχθεῖ ὅτι φέρει ἀκριβὴ τὴ θεία εἰκόνα. Μὲ πιὸ ἁπλὰ λόγια, αὐτὸ ποὺ εἶναι πραγματικὰ σημαντικὸ δὲν εἶναι τί κάνουμε, ἀλλὰ ποίοι ἔχουμε γίνει στὴν ἴδια μας τὴν ὕπαρξη, ἡ ἁγιωσύνη ποὺ ἐπιτελοῦμε στὴ ζωή μας, γεγονὸς ποὺ ἐπηρεάζει τὰ πεπρωμένα ὅλου τοῦ κόσμου.
Μέρος 2ο
Ἐ: Εἶναι τὰ δάκρυα ἀπόδειξη ὅτι καὶ τὸ σῶμα μετέχει τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ;
Ἀ: Σίγουρα. Ὅπως ὁ πόνος ποὺ ἡ ψυχὴ νιώθει στὴν ἀγωνία τῆς μετανοίας ἐκφράζεται σωματικῶς μὲ δάκρυα, παρομοίως, καὶ ἡ χάρη μὲ τὴν ὁποία τρέφεται ἡ βαθειὰ καρδιὰ μεταδίδεται στὸ σῶμα. Ὅταν οἱ ἡσυχαστὲς ἐξέρχονται ἀπὸ τὴν προσευχὴ στὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ μὲ τὸν νοῦ τους στὴν καρδιά, βαστάζουν μέσα τους τὶς ἰδιότητες τοῦ Θεοῦ: ταπείνωση, εἰρήνη, χαρά, φῶς. Οἱ ἰδιότητες αὐτὲς μεταδίδονται ἀκόμη καὶ στὰ μέλη τους, ὥστε τὸ ἴδιο τὸ σῶμα τους γίνεται φῶς. Ἐνίοτε μετὰ βίας αἰσθάνονται ὅτι ἔχουν σῶμα, ὅτι ἀγγίζουν τὸ ἔδαφος. Ἡ κλίση τοῦ σώματος στὴν ἁμαρτία δένει τὴν ψυχὴ στὴ γῆ, ἕως τὴ θάβει μέσα στὸ ἔδαφος, ἐνῶ ἡ ἀνάταση τῆς ψυχῆς πρὸς τὸν Θεὸ μὲ τὴν προσευχὴ ἀνεβάζει ἀκόμη καὶ τὸ σῶμα. Ἡ σωτηρία πρέπει νὰ ἐκδηλώνεται σὲ ὅλα τὰ μέλη καὶ τὸ ἴδιο τὸ σῶμα θὰ πρέπει νὰ μετέχει στὴ μαρτυρία τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ μέσα μας. Ὁ ἅγ. Γρηγόριος λέει ὅτι ἡ βαθειὰ καρδιὰ εἶναι τὸ σῶμα τοῦ σώματός μας, καὶ θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε ἐπίσης ὅτι ὁ ἡσυχασμὸς εἶναι τὸ καθαυτὸ σῶμα τοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλησίας.
Ἐ: Μπορεῖτε νὰ ἐξηγήσετε τὰ λόγια τοῦ ἅγ. Σιλουανοῦ, «Ὁ Θεὸς μᾶς ἀγαπᾶ περισσότερο ἀπὸ ὅτι μποροῦμε νὰ ἀγαπήσουμε ποτὲ τὸν ἑαυτό μας»;
Ἀ: Ἡ ἀγάπη εἶναι Πρόσωπο: ὁ Θεὸς εἶναι ἀγάπη. Ἑπομένως, μόνο ὁ Θεὸς γνωρίζει πῶς νὰ ἀγαπᾶ διότι Ο ΘΕΟΣ ΔΕΝ ΑΓΑΠΑ, ΕΙΝΑΙ ΑΓΑΠΗ. Ὁ Χριστὸς σταυρώθηκε γιὰ μᾶς προκείμενου νὰ κατορθώσουμε νὰ ἀγαπᾶμε. Μόνοι μας, στὸ ὄνομα τῆς ἀγάπης, συχνὰ διαπράττουμε ἐγκλήματα ἐνάντια στοὺς συνανθρώπους μας, ἔχοντας τὶς καλύτερες προθέσεις, καταστρέφοντας τὴ ζωή τους. Ἐκεῖνος ποὺ ζεῖ στὴ βαθειὰ καρδιά του, γνωρίζει πῶς νὰ ἀγαπᾶ χωρὶς νὰ προκαλεῖ ζημιά, οὔτε στὸν πλησίον του οὔτε στὸν ἑαυτό του. Μπορεῖ νὰ ἀρθρώσει ἕνα λόγο καὶ νὰ μεταδώσει ζωή, χάρη. Δὲν χρειάζεται τίποτε ψυχολογικό. Λέμε ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἀγάπη, ὄχι «ἀγάπη εἶναι ὁ Θεός». Ἡ ἀγάπη εἶναι Πρόσωπο, ὁ Θεός, καὶ μόνο ἀπὸ Αὐτὸν μποροῦμε νὰ ἀποκτήσουμε τὴν ἱκανότητα νὰ ἀγαπᾶμε. Στὴν πτώση του, ὁ ἄνθρωπος ὑποφέρει μεγάλους πειρασμοὺς διότι πάντα θέλει νὰ ἀγαπηθεῖ. Ἐνῶ ὁ ἀληθινὸς ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ δὲν θέλει νὰ τὸν ἀγαπᾶ κανείς. Θέλει μόνο νὰ δεῖ ὅτι κανεὶς δὲν λείπει ἀπὸ τὴν καρδιά του.
Ἐ: Ὁ ἅγ. Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνὸς δήλωσε ὅτι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα τοῦ ἔδωσε τί νὰ πεῖ, καὶ ὁ ἅγ. Πορφύριος εἶπε ὅτι μολονότι μιὰ τέτοια κατάφαση ἴσως φαίνεται ὑπερήφανη, εἶναι στὴν πραγματικότητα σημεῖο ταπεινώσεως.
Ἀ: Σὲ αὐτοὺς τοὺς μεγάλους ἀνθρώπους τοῦ Θεοῦ, ἐπαναλαμβάνεται τὸ μυστήριο τῆς Θεοτόκου. Βάσταξε μέσα Της τὸν ἴδιο τὸν Λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ ὅμως ποτὲ δὲν εἶχε ὑπερήφανο λογισμό, διότι μὲσα ἀπὸ τὴν ἕνωσή Της μὲ τὸν Χριστό, Τῆς μεταδόθηκε ἡ κατάστασή Του, ὥστε ἦταν γεμάτη βαθιὰ ταπείνωση. Παρομοίως, οἱ ἅγιοι αὐτοὶ δὲν εἶναι ὑπερήφανοι ἐξαιτίας τῆς ἐμπειρίας ποὺ ἔχει προηγηθεῖ στὴ ζωή τους. Ἡ ἁρπαγὴ τοῦ ἁγ. Γρηγορίου στὸν οὐρανὸ ὅπου ἀντίκρισε τὸν Θεὸ μέσα στὸ Φῶς, ἦταν πολὺ μεγαλύτερη ἐμπειρία ἀπὸ αὐτὸ ποὺ περιγράφει ὅταν λέει πὼς τὸ Πνεῦμα λαλεῖ μέσα στὴν καρδιά του. Ἄρα, ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν κατάσταση τοῦ προσώπου, ἡ ὁποία προηγήθηκε τέτοιων λόγων. Ὁ Παῦλος μποροῦσε νὰ πεῖ, «ἔχουμε τὸν νοῦ τοῦ Χριστοῦ» (Α’ Κορ. 2,15) μὲ ταπείνωση, λόγῳ τῆς ἐμπειρίας ποὺ εἶχε προηγουμένως τῆς Ἁρπαγῆς στὴ βασιλεία τοῦ Χριστοῦ. Ἐπιπλέον, ἂν τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ δὲν παρότρυνε τοὺς ἁγίους νὰ μιλήσουν, θὰ παρέμεναν σωφρόνως σιωπηλοί γιὰ πάντα.
Ἐ: Μπορεῖτε νὰ μιλήσετε περισσότερο γιὰ αὐτὸ ποὺ ὀνομάσατε πειρασμὸ τῆς παρρησίας καὶ τῆς οἰκειότητας;
Ἀ: Λένε ὅτι ἡ οἰκειότητα γεννᾶ τὴν περιφρόνηση, ἀλλὰ θὰ μπορούσαμε ἀκόμη νὰ ποῦμε ὅτι ἡ οἰκειότητα ὁδηγεῖ στὴν ἀπώλεια γιὰ τὸν πνευματικὸ ἄνθρωπο, ἐνῶ γιὰ τοὺς ψυχικοὺς ἀνθρώπους, ἡ οἰκειότητα εἶναι ἡ κοινὴ ὁδός. Ἂν καλλιεργοῦμε μιὰ ψυχολογικὴ προσκόλληση, εἶναι ἐπειδὴ ἱκανοποιεῖ κάτι μέσα μας: μᾶς δίνει κάποια ψυχολογικὴ παρηγοριὰ καὶ τὴν ἀναζητοῦμε. Ἔχουμε ἀνάγκη οἱ ἄλλοι νὰ μᾶς ἀγαποῦν· ἀπαιτοῦμε τὴν προσοχή τους, καὶ θέλουμε νὰ ἔχουμε ἐξουσία πάνω στὴ ζωή τους. Τότε καὶ ἐκεῖνοι ἀποκτοῦν ἐξουσία πάνω στὴ δική μας ζωή. Τέτοιοι εἶναι οἱ καρποὶ τῆς οἰκειότητας, καὶ ὅσο περισσότερο τὴν καλλιεργοῦμε, τόσο περισσότερο ἐξερχόμαστε ἀπὸ τὸ βάθος τῆς καρδιᾶς μας, βγαίνουμε στὴν ἐπιφάνεια τοῦ ψυχολογικοῦ ἐπιπέδου, τὸ ὁποῖο εἶναι ἐπικίνδυνο: τὸ νὰ χάσουμε τὴν ἕνωση μὲ τὴ βαθειὰ καρδιά μας εἶναι πληγή, ἀπώλεια καὶ ἀποτυχία στὴν πνευματικὴ ζωή μας. Οἱ μοναχοὶ ἀποφεύγουν τὴν οἰκειότητα σὰν τὴ φωτιά, διότι βιώνουν μὲ πιὸ ψηλαφητὸ τρόπο τὴν ἀπώλεια τῆς χάριτος ποὺ συνεπάγεται. Μὲ τὴν παρηγοριὰ τῆς οἰκειότητας, χάνουμε τὴν αἴσθηση τῆς προσευχῆς στὴν καρδιά, καὶ κάποιες φορὲς ὁ Θεὸς σπεύδει νὰ μᾶς ἀποκαταστήσει, ἄλλες ὅμως χρειάζεται νὰ μετανοήσουμε καὶ νὰ ἐπιμείνουμε γιὰ πολὺ χρόνο ἕως ὅτου ἡ κατάστασή μας νὰ ἀποκατασταθεῖ.
Ἐ: Ὅταν συνειδητοποιήσουμε ὅτι ἔχουμε οἰκειότητα, μπορεῖ αὐτὸ νὰ μᾶς βοηθήσει νὰ δοῦμε τὴ βδελυρὴ μάσκα μας;
Ἀ: Βέβαια. Ὁ Θεὸς μᾶς ἀγαπᾶ τόσο πολὺ ὥστε κάθε φορὰ ποὺ ἀνακαλύπτουμε ἕνα ἀδιέξοδο στὴν πνευματικὴ ζωή μας, αὐτὸ δὲν μπορεῖ νὰ ἀποβεῖ ἀπροσπέλαστο ἐκτὸς ἂν τὸ κάνουμε ἐμεῖς ἀπροσπέλαστο. Ἂν ξαφνικὰ συνειδητοποιήσουμε ὅτι ἔχουμε ἀναπτύξει οἰκειότητα μὲ ἕνα πρόσωπο, μιὰ ψυχολογικὴ ἢ συναισθηματικὴ προσκόλληση, ποὺ μᾶς στερεῖ τὴν ἐλευθερία τῆς καρδιᾶς μας, πρέπει πρῶτα νὰ εὐχαριστήσουμε τὸν Θεὸ ποὺ μᾶς βοήθησε νὰ τὸ δοῦμε. Οἱ ἄνθρωποι ποὺ ζοῦν χωρὶς προσευχή, τὸ συνειδητοποιοῦν μόνο ὅταν εἶναι πολὺ ἀργά. Ἕνας πνευματικὸς ἄνθρωπος, ὡστόσο, τὸ βλέπει καὶ στρέφεται στὸν Θεό, παρουσιάζοντάς Του τὸ θέμα μὲ προσευχή: «Αὐτὸς εἶμαι Κύριε: ἀντὶ νὰ εἶμαι προσκολλημένος σὲ Σένα, εἶναι πιὸ φυσικὸ γιὰ μένα νὰ εἶμαι προσκολλημένος σὲ καθετὶ ἄλλο ἐκτὸς ἀπὸ Σένα τὸν Ποιητὴ καὶ Πλάστη μου. Ἐκεῖνο ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι φυσικὸ εἶναι ἀκατόρθωτο γιὰ μένα, καὶ ἐκεῖνο ποὺ εἶναι ἀφύσικο εἶναι τὸ πιὸ εὔκολο γιὰ μένα». Αὐτὸ μπορεῖ νὰ γίνει ἡ ἀρχὴ μιᾶς πολὺ δυνατῆς προσευχῆς μετανοίας καὶ ἔτσι ἡ καρδιά μας ἐλευθερώνεται. Σε ὁτιδήποτε κάνουμε, ὀφείλουμε νὰ κρατοῦμε τὴν ἐλευθερία τῆς καρδιᾶς μας μὲ κάθε κόστος, διότι χωρὶς ἐλεύθερη καρδιά, δὲν μποροῦμε νὰ τρέξουμε πίσω ἀπὸ τὸν Χριστό. Ἄν χάσουμε τὴ ἐλευθερία μας, χάσαμε τὸν Χριστό, ὅπως ἔλεγε ὁ ὅσιος Γέροντας Σωφρόνιος.