Μέρος 1ο
Ἡ παραβολὴ τοῦ Ἀσώτου Υἱοῦ ὀνομάζεται «τὸ Εὐαγγέλιο ἐν τῷ Εὐαγγελίῳ». Εἶναι τόσο πλήρης στὴ γνώση ποὺ ἐμπεριέχει τοῦ Θεοῦ, τοῦ ἀνθρώπου καὶ τῆς σχέσης τοῦ Θεοῦ μὲ τὸν ἄνθρωπο, ὥστε ἔχει εἰπωθεῖ ὅτι ἀκόμα καὶ ἂν εἶχαν χαθεῖ ὅλες οἱ Γραφὲς καὶ εἶχε σωθεῖ μόνο ἡ παραβολὴ αὐτή, θὰ ἔφθανε γιὰ νὰ ἀποδείξει ὅτι Αὐτὸς ποὺ τὴν εἶπε ἦταν ὁ Θεός. Ἔχει τέτοιο βάθος γνώσεως ὥστε ἀπὸ μόνη τὴς φθάνει γιὰ νὰ μᾶς δίνει ὅλα ὅσα χρειαζόμαστε γιὰ νὰ βροῦμε τὸ σωτήριον τοῦ Θεοῦ. Ἡ κλεῖδα τῆς ἑρμηνείας τῆς περικοπῆς μᾶς δίδεται σὲ μερικοὺς στίχους πρίν, ὅπου λέγεται ὅτι πλησίαζαν τὸν Χριστὸ τελῶνες καὶ ἁμαρτωλοὶ μὲ σκοπὸ τὸ «ἀκούειν τὸν λόγον Αὐτοῦ» (βλ. Λκ. 15,1). Καὶ οἱ Φαρισαῖοι «διεγόγγυζον» γιατὶ ὁ Χριστὸς δεχόταν κοντά Του τοὺς τελῶνες καὶ τοὺς ἁμαρτωλούς, γιὰ τοὺς ὁποίους αὐτοὶ πίστευαν ὅτι δὲν σώζονταν. Οἱ ἁμαρτωλοὶ ἑλκύονταν ἀπὸ τὸν Χριστὸ γιατὶ ἔβρισκαν σὲ Αὐτὸν κάτι ἀνήκουστο γιὰ τὸν κόσμο τότε, κάτι ποὺ δὲν μποροῦσε κανεὶς ἄλλος νὰ τοὺς προσφέρει: βαθιὰ εὐσπλαχνία καὶ ἄφεση ἁμαρτιῶν. Βλέπουμε ὅτι στοὺς ἁμαρτωλοὺς καὶ τοὺς τελῶνες ὁ Χριστὸς πολλὲς φορὲς ἀνοίγει τὴ βαθιά Του καρδιά, ὅπως μὲ τὴν παραβολὴ τοῦ Ἀσώτου, ἐνῶ στοὺς Φαρισαίους δὲν μποροῦσε νὰ μιλήσει μὲ τὸν ἴδιο τρόπο. Ἕνα παράδειγμα εἶναι τὰ «Οὐαὶ» ποὺ τοὺς ἀπηύθυνε γιὰ νὰ συντρίψει τὴν ἀλαζονεία τους.
Στὸ 15ο κεφάλαιο τοῦ Λουκᾶ ὑπάρχουν τρεῖς παραβολὲς ποὺ ὀνομάζονται «παραβολὲς τῆς χάριτος», στὶς ὁποῖες ὑπάρχει μιὰ κλιμάκωση στὴν ἀποκάλυψη τοῦ Χριστοῦ. Ἡ πρώτη εἶναι ἡ παραβολὴ τοῦ ἀπολωλότος προβάτου, ἡ δεύτερη τῆς ἀπολεσθείσης δραχμῆς, καὶ ἡ τρίτη τοῦ ἀσώτου υἱοῦ. Στὶς πρῶτες δύο παραβολὲς φανερώνεται ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν ἄνθρωπο, ἐνῶ στὴν τρίτη φανερώνεται καὶ ἡ ἀνθρώπινη συμμετοχή, δηλαδὴ ἡ μετάνοια τοῦ ἀσώτου. Ὁ ἄσωτος υἱὸς δὲν εἶναι ἀνόητος, ὅπως τὸ ἀπολωλὸς πρόβατο, οὔτε ἀνεύθυνος, ὅπως ἡ δραχμή· χάνεται ἑκούσια, φεύγει ἀπὸ τὸν οἶκο τοῦ πατρός του. Τὸ μήνυμα τοῦ Εὐαγγελίου εἶναι ὅτι μὲ τὴ μετάνοια ὁ Θεὸς δίνει τὴ δυνατότητα στὸν ἄνθρωπο, ὅσο χαμηλὰ καὶ ἂν ἔχει πέσει, νὰ ἀλλάξει τὴ ζωή του. Ὅλα τὰ ἐγκλήματα ποὺ γίνονται στὸν κόσμο ὀφείλονται στὸ ὅτι ὁ ἄνθρωπος δὲν γνωρίζει μὲ ποιὸ προορισμὸ τὸν ἔφερε ὁ Θεὸς στὴν ὕπαρξη. Ἂν γνώριζαν οἱ ἄνθρωποι ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι Θεὸς Πατέρας καὶ θέλει νὰ κάνει τὸν ἄνθρωπο υἱό Του κατὰ χάρη, τότε θὰ στρέφονταν πρὸς Αὐτὸν χωρὶς διχασμὸ στὴ γνώμη τους. Οἱ δύο υἱοὶ τῆς παραβολῆς εἶναι διχασμένοι, γιατὶ εἶναι διχασμένες οἱ γνῶμες τους καὶ ὁ καθένας θέλει τὸ μέρος τῆς περιουσίας. Κανονικά, ἡ ἀνθρώπινη φύση θὰ ἦταν μὲ φυσικὸ τρόπο ἑνωμένη, καὶ ὄχι κατακερματισμένη, ἂν ὑπῆρχε σὲ ὅλους ἡ ἔφεση πρὸς τὸν Δημιουργό.
Ὁ ἅγ. Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς λέει ὅτι ὁ διάβολος ποτὲ δὲν ὑποβάλλει στὸν ἄνθρωπο ταυτόχρονα καὶ τὴν ἰδιορρυθμία καὶ τὴν ἁμαρτία, γιατὶ ξέρει ὅτι ἂν καταφέρει νὰ τραβήξει πρῶτα τὸν ἄνθρωπο στὴν ἰδιόρρυθμη ζωή, τότε σίγουρα θὰ τὸν ρίξει καὶ στὴν ἁμαρτία. Γι’αὐτὸ εἶναι μεγάλο πλῆγμα στὴν πνευματικὴ μᾶς ζωὴ ἡ ἰδιορρυθμία στὸ καθημερινὸ ἐπίπεδο, καὶ τὸ νὰ θέλουμε ἕνα μέρος τῆς ζωῆς μας νὰ εἶναι μακριὰ ἀπὸ τὰ μάτια τοῦ Θεοῦ. Οἱ δύο υἱοὶ εἶχαν ἕνα διπλὸ πειρασμό: εἶχε χαθεῖ ἡ σχέση τοὺς μὲ τὸν πατέρα καὶ ἤθελαν νὰ φύγουν ἀπὸ τὸν οἶκο του. Ἡ παρουσία τοῦ πατρὸς τοὺς ἐνοχλοῦσε, γιατὶ τοὺς ἐμπόδιζε ἀπὸ τὸ νὰ κάνουν ἐλεύθερα αὐτὸ ποὺ ἤθελαν. Ἕνας ἄλλος τίτλος ποὺ θὰ μπορούσαμε νὰ δώσουμε στὴ σημερινὴ παραβολὴ εἶναι «Ἡ σκλαβιὰ τῆς ἐλευθερίας καὶ ἡ ἐλευθερία τῆς ὑπακοῆς». «Ἡ σκλαβιὰ τῆς ἐλευθερίας» ἔρχεται ὅταν ὁ ἄνθρωπος θέλει νὰ εἶναι ἐλεύθερος νὰ κάνει αὐτὸ ποὺ θέλει καὶ γίνεται σκλάβος τῶν θελημάτων του, τὰ ὁποῖα τὸν ὁδηγοῦν ἀναπόφευκτα μακριὰ ἀπὸ τὸν οἶκο τοῦ Πατρός. Ἐνῶ τὴν ἐλευθερία τῆς ὑπακοῆς τὴν ἀποκτᾶ ὁ ἄνθρωπος ὡς τέκνο Θεοῦ, ὅταν τὸ δικό του θέλημα ταυτιστεῖ μὲ τὸ θεῖο θέλημα.
Ἕνας σύγχρονος ὅσιος ἔλεγε, «Εἶδες ἄνθρωπο ποὺ ὑπέφερε πτώση θανάσιμη στὴ ζωή του; Εἶναι ἐπειδὴ ἄφησε τὸν ἑαυτό του ἀνεπίσκοπο, δηλαδὴ ἔπαψε νὰ ἐπισκοπεῖ τὸν ἑαυτό του καθημερινά, ἀλλὰ ἔπαψε καὶ νὰ ζεῖ μέσα στὴν ἐπισκοπή, στὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ». Ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἐκ φύσεως τὴν ἔφεση ποὺ εἶναι ροπὴ πρὸς τὸν Θεό, ἀλλὰ ὅταν ἀπὸ τὸ πνευματικὸ ἐπίπεδο πέσει στὸ ἐπίπεδο τῶν αἰσθήσεων προσκολλᾶται ἡ καρδιά του στὴ γῆ καὶ στὰ πάθη, ὅπως ὁ Ἄσωτος προσκολλήθηκε στοὺς διαβόλους ποὺ τὸν ἔστειλαν «βόσκειν χείρους». Ὅταν δαπάνησε πλέον ὅλα ὅσα εἶχε, ὁ Θεὸς ἔφερε λιμὸ στὴν περιοχὴ ἐκείνη, ὥστε ἡ πείνα του νὰ γίνει ἀκόμα χειρότερη, νὰ μὴν ἔχει πλέον ψεύτικα ἀποκούμπια καὶ νὰ μπορεῖ νὰ στραφεῖ μόνο πρὸς τὸν πατέρα. Δὲν ὑπάρχει πιὸ φοβερὸς λιμὸς ἀπὸ τὴν ἄρση τῆς χάριτος, ὅταν ἡ καρδιὰ σχίζεται ἐρημωμένη ἀπὸ τὴ ζωοποιὸ Θεία παρουσία. Στοὺς ἐκλεκτοὺς τοῦ Θεοῦ παρατηρεῖται ὅτι, ὅταν ἔχουν ἐκδαπανηθεῖ μέχρι τέλους στὴν ἔφεσή τους πρὸς τὸν Θεό, πολλὲς φορὲς ὁ Θεὸς παραχωρεῖ ἕνα πνευματικὸ λιμό, γιατὶ ὁ Χριστὸς γίνεται ὁ ἑαυτός τους πλέον καὶ μέσα τοὺς ἐπαναλαμβάνεται τὸ κρίμα Του: ὅπως ὁ Χριστὸς ὑπέταξε πλήρως τὸ θέλημά Του στὸ θέλημα τοῦ Πατρὸς στὴ Γεθσημανῆ καὶ ὑπέστη ἐγκατάλειψη πάνω στὸν Σταυρὸ στὸν τόπο τοῦ ἀνθρώπου, ἔτσι καὶ οἱ ἐκλεκτοὶ τοῦ Θεοῦ ἐκδαπανοῦνται εἰς τέλος, καὶ τότε ἔρχεται καὶ ἕνας λιμὸς πνευματικὸς γιὰ νὰ γίνει ἡ κένωσή τους πιὸ βαθιά, ὥστε νὰ τοὺς ἀποδώσει ὁ Θεὸς μεγαλύτερο πλήρωμα τελειότητας.
Ὁ Ἄσωτος δὲν μποροῦσε νὰ γεμίσει τὴν κοιλιά του ἀπὸ τὰ κέρατα ποὺ ἔτρωγαν οἱ χοῖροι, καὶ αὐτὸ μᾶς φανερώνει τὴν τραγικὴ ἀλήθεια ὅτι ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ ποτὲ νὰ κορεσθεί ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Ὅπως λέει ὁ ψαλμωδός, ἡ μόνη περίπτωση ποὺ ὁ ἄνθρωπος χορταίνει εἶναι ὅταν δεῖ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ, «χόρτασθήσομαι ἐν τῷ ὀφθῆναι τὴν δόξαν σου» (Ψαλμ. 16,15). Στὴ μακρινὴ χώρα, ὅπου ὁ Θεὸς ἦταν ἀπών, ὁ ἄσωτος δὲν μποροῦσε νὰ δεῖ τὴ δόξα Του καὶ ἔτσι ἀδυνατοῦσε νὰ χορτάσει. Ὁ διάβολος ἐπίτηδες δὲν φέρνει ποτὲ κορεσμὸ καὶ ἀφήνει τὸν ἄνθρωπο πάντα νὰ διψᾶ γιὰ νὰ τὸν κρατᾶ κάτω ἀπὸ τὴν ἐξουσία του, ὅπως μὲ τὰ ναρκωτικὰ ποτὲ δὲν εἶναι ἀρκετὴ ἡ χρήση τους, μέχρις ὅτου σκοτώνει τὸν ἄνθρωπο. Ἀπὸ τὴ δυναμικὴ τῶν κακῶν λογισμῶν ὁ ἄσωτος μπαίνει σὲ μιὰ δυναμικὴ καλῶν λογισμῶν. Ἡ στροφή του πρὸς τὸν ἑαυτό του καὶ ἡ μνήμη τοῦ πατρὸς εἶναι ἡ ἀρχὴ τῆς θεραπείας, ὅμως δὲν φτάνει μόνο αὐτό. Μετὰ τὸ ζήτημα εἶναι πῶς θὰ θεραπευθεῖ ἡ πληγὴ ποὺ ἔχει ἐπιφέρει ἁμαρτία. Ὁ ἄσωτος ἔφυγε ἑκούσια ἀπὸ τὸν οἶκο τοῦ πατρός του. Ὁ Χριστὸς ὅμως, ἀπὸ τὸν οἶκο τοῦ Πατρός, ἀπὸ τὸν κόλπο τοῦ Θεοῦ Πατρός, ἑκούσια κατεβαίνει στὴ μακρινὴ χώρα ποὺ εἶναι ἡ γῆ, ἡ κοιλάδα τοῦ κλαυθμοῦ, ὅπου βασιλεύει ἡ σκιὰ τοῦ θανάτου. Ὁ πατέρας ἐναγκαλίζεται τὸν υἱὸ καὶ τὸν καταφιλεῖ. Πῶς ἐναγκαλίζεται ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπο; Μὲ τὴν ἄκτιστη ἐνέργεια τῆς χάριτός Του∙ καὶ δὲν εἶναι μόνο ἐναγκαλισμός, ἀλλὰ ἕνωση Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου. Ὅταν βάζουμε τὸ σίδερο μέσα στὴ φωτιά, ἡ φωτιὰ ἀγκαλιάζει αὐτὸ τὸ σίδερο καὶ γίνονται ἕνα, καὶ ὅταν βγεῖ ἀπὸ τὴ φωτιὰ τὸ σίδερο ἔχει τὶς ἰδιότητες τῆς φωτιᾶς∙ ἔγινε πῦρ καὶ δίνει φῶς. Μὲ τὸν ἴδιο τρόπο, μετὰ ἀπὸ αὐτὸ τὸν ἐναγκαλισμὸ ὁ ἄνθρωπος βγαίνει φέροντας τὶς ἰδιότητες τοῦ Θεοῦ κατὰ χάριν.
Μέρος 2ο
Ἐ: Ποιά συναισθήματα μποροῦμε νὰ ἐμπιστευόμαστε καὶ νὰ ἀκολουθοῦμε;
Ἀ: Ὁ σκοπός μας δὲν εἶναι τὰ συναισθήματα νὰ ὁδηγοῦν τὴ ζωή μας, ἀλλὰ ἡ ζωή μας νὰ ἀνεβεῖ στὸ πνευματικὸ ἐπίπεδο, ὅπου δὲν ὑπάρχει συναίσθημα, ἀλλὰ αἴσθηση Θεοῦ, πείρα Θεοῦ, κοινωνία μὲ τὸν Θεό, ποὺ εἶναι ὀντολογική.
Ἐ: Τί μποροῦμε νὰ κάνουμε ὅταν ἀδυνατοῦμε νὰ συγχωρέσουμε κάποιον;
Ἀ: Πρέπει νὰ ζητᾶμε ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ μᾶς δώσει «σπλάχνα οἰκτιρμῶν». Ἡ καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου μπορεῖ νὰ γίνει πολὺ σκληρή, ἀλλὰ ἡ κατάσταση αὐτὴ δὲν ταιριάζει στὸν Χριστιανό, ποὺ εἶναι μαθητὴς Ἐκείνου ποὺ ἅπλωσε τὰ χέρια Του πάνω στὸν Σταυρὸ γιὰ νὰ ἀγκαλιάσει ὅλους τοὺς ἀνθρώπους. Τὸ νὰ μὴν συγχωρεῖ δὲν ἀνήκει στὴν ταυτότητα τοῦ Χριστιανοῦ. Ἕνας ἄνθρωπος ποὺ ἔχει τὰ πόδια δεμένα μὲ σιδερένιες ἁλυσίδες, πῶς θὰ τρέξει πίσω ἀπὸ τὸν Χριστό; Ἔτσι καὶ ἡ καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου ποὺ δὲν συγχωρεῖ δὲν εἶναι ἐλεύθερη νὰ δράμει τὴν ὁδὸ τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ.
Ἐ: Τί νὰ κάνουμε ὅταν μεγαλώσαμε μὲ ἕναν τρόπο ποὺ μᾶς ὤθησε νὰ νομίζουμε ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι θυμώδης καὶ λυπημένος;
Ἀ: Μπορεῖ κάποιος νὰ ἔχει τραυματιστεῖ στὸ παρελθόν, ἀλλὰ πρέπει νὰ ἀναζητήσει νὰ ἀποκτήσει γνώση τοῦ Θεοῦ μέσα στὴν Ἐκκλησία. Τότε θὰ γνωρίζει ὅτι ὁ Θεός μας δὲν εἶναι θυμώδης Θεός. Πῶς μπορεῖ νὰ εἶναι θυμώδης ὁ πράος καὶ ἄκρα ταπεινὸς Θεός, ποὺ σταυρωμένος προσεύχεται νὰ συγχωρεθοῦν αὐτοὶ ποὺ Τὸν σταύρωσαν; Πρέπει νὰ ζητᾶμε ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ μᾶς γνωρίσει τὸν Ἑαυτό Του σὰν Θεὸ Πατέρα καὶ τότε θὰ δοῦμε ἀμέσως ὅτι ἐμεῖς εἴμαστε ποὺ δὲν Τὸν ἀγαποῦμε σὰν Πατέρα. Λέει ὁ Ἀπόστολος· «ὅτι δὲ ἐστε υἱοί, ἐξαπέστειλεν ὁ Θεὸς τὸ πνεῦμα τοῦ Υἱοῦ Αὐτοῦ εἰς τὰς καρδίας ἡμῶν κρᾶζον· Ἀββᾶ ὁ Πατὴρ» (Γαλ. 4,6). Μέχρις ὅτου φθάσει ὁ ἄνθρωπος σὲ αὐτό, ἔχει ἀνάγκη μετανοίας, καὶ ὅσο μᾶς φωτίζει ὁ Θεὸς μὲ τὴ χάρη Του νὰ γνωρίσουμε τὴν πατρότητά Του, τόσο μεγαλώνει ἡ μετάνοιά μας.
Ἐ: Τί γίνεται μὲ μᾶς ποὺ ζήσαμε σὰν ἄσωτοι, ἀλλὰ δὲν γνωρίσαμε στὴ ζωή μας ἕναν σπλαχνικό, ἀγαπητικὸ Πατέρα;
Ἀ: Ἂν ἐννοεῖτε ὅτι δὲν γνωρίσατε τὸν Θεὸ σὰν σπλαχνικὸ Πατέρα, σημαίνει ὅτι δὲν ἐπιστρέψατε μὲ ἀληθινὴ μετάνοια σὲ Αὐτόν. Ἂν ἐννοεῖτε ὅτι δὲν γνωρίσατε ἕναν πνευματικὸ πατέρα ποὺ νὰ εἶναι σπλαχνικός, σημαίνει ὅτι τὸν πλησιάζουμε μὲ κριτήρια ποὺ εἶναι θολά. Πῶς μποροῦμε νὰ τὸν κρίνουμε ἐμεῖς; Μπορεῖ ὁ πνευματικὸς νὰ ἔκανε προσευχὴ γιὰ μᾶς μὲ σπλάχνα οἰκτιρμῶν ποὺ ἐμεῖς δὲν γνωρίζουμε. Καὶ μόνο ποὺ μᾶς δέχεται στὸ Ὄνομα τοῦ Χριστοῦ καὶ μᾶς ἀφήνει νὰ ἐκθέσουμε ὅλη τὴ ζωή μας μπροστά του, αὐτὸ δὲν εἶναι εὐσπλαχνία; Τί ἔχει νὰ κερδίσει ὁ πνευματικὸς ἀπὸ αὐτό; Εἶναι καθαρὰ θυσία. Ὁ Γ. Σωφρόνιος λέει· «μίσησε τὸν ἑαυτό σου καὶ τότε θὰ ἀγκαλιάσεις ὅλη τὴν κτίση». Θὰ γίνεις ἐσὺ ὁ ἴδιος μιὰ εὐσπλαχνικὴ ἀγκαλιά. Ἀλλά, στὸ μέτρο ποὺ δὲν μισοῦμε τὸν ἑαυτό μας – καὶ ὅλοι μας πάσχουμε ἀπὸ αὐτὸ – στὸ ἴδιο μέτρο ἐπιζητοῦμε γιὰ τὸν ἑαυτό μας αὐτὴ τὴν ἀγκαλιά. Ἡ τραγωδία καὶ τῶν δύο υἱῶν εἶναι ὅτι ἡ προσοχή τους στράφηκε στοὺς ἑαυτούς τους ἀντὶ στὸν πατέρα. Ἀλλὰ ἡ μακαριότητα εἶναι αὐτὸ ποὺ λέει ὁ Ἀπόστολος· «μηδεὶς τὸ ἑαυτοῦ ζητείτω ἀλλὰ τὸ τοῦ ἑτέρου» (Ἂ’ Κορ. 10,24). Ὅταν ὁ ἄλλος γίνεται τὸ κέντρο τῆς ζωῆς καὶ ἰδίως ὅταν «ὁ ἄλλος» αὐτὸς εἶναι ὁ Πατέρας, τότε ὅ,τι καὶ νὰ γίνει δὲν στερεῖται τίποτε ὁ υἱός. Αὐτὸ ὁδηγεῖ τὸν ἄνθρωπο σὲ πολὺ πλούσια ζωή, ὅταν δὲν νερώνει τὸ κρασί του καὶ δὲν τὰ χαλάει εἴτε μὲ τὴν αὐτολύπη, εἴτε μὲ τὸ νὰ δέχεται λογισμοὺς ἀπὸ τὸν ἐχθρό.
Ἐ: Ἂν δὲν γνώριζε ὁ ἄσωτος πρῶτα τὴν ἀγάπη τοῦ Πατέρα, θὰ μποροῦσε νὰ γυρίσει;
Ἀ: Ἡ μνήμη τοῦ οἴκου τοῦ Πατρὸς βεβαίως τοῦ ἔδωσε τὴ δύναμη νὰ μὴν λιποψυχήσει, ἀλλὰ νὰ στραφεῖ μὲ ἄκρα μετάνοια, καὶ αὐτὸ φαίνεται ἀπὸ τὸ ὅτι πῆγε πίσω στὸν οἶκο τοῦ Πατρός του γιὰ νὰ μετανοήσει. Θὰ μποροῦσε νὰ πεῖ: «Εἶμαι ἀνάξιος τοῦ Πατρός μου» καὶ νὰ μετανοήσει ἐκεῖ ποὺ ἦταν. Πῆγε ὅμως στὸν ἴδιο τόπο, ὅπου ἀπήλαυσε τὴν ἀγάπη τοῦ Πατρός, γιὰ νὰ βάλει τὸν ἑαυτό του τελευταῖο. Αὐτὸ δείχνει ὅτι εἶχε βαθεία καὶ εἰλικρινὴ μετάνοια. Σὲ αὐτὸ τὸν βοήθησε, σὰν κίνητρο, ἡ μνήμη τῆς ἀγάπης τοῦ Πατρός. Γι’ αὐτὸ λέμε στοὺς γονεῖς ὅτι ἂν περιπτύσσουν τὰ παιδιά τους μὲ προσευχὴ ἀπὸ μικρά, δὲν θὰ χαθεῖ ἡ μνήμη αὐτῆς τῆς πνευματικῆς θαλπωρῆς ποὺ ζοῦσαν στὸ σπίτι, ἀκόμα καὶ ἂν μετὰ ἀναχωρήσουν σὲ μακρινὴ χώρα.
Ἐ: Σὰν πατέρας, σκέφτομαι τί μπορῶ νὰ κάνω γιὰ τὰ παιδιά μου, ἐφόσον ἔχουν πάρει τὸ δρόμο τῆς μακρινῆς χώρας;
Ἀ: Μόλις ἦρθε ὁ ἄσωτος «εἰς ἑαυτόν», ὁ πατέρας εἶχε περάσει πίσω ἀπὸ τὰ βουνὰ τῆς ἁμαρτίας του καὶ τὸν εἶχε ἤδη ἐναγκαλιστεῖ πνευματικά. Τὸ ὅτι τὸν εἶδε, ἐνῶ ἀκόμα ἦταν μακριά, σημαίνει ὅτι τὸν περίμενε συνέχεια μὲ τὴν προσευχή του, ἀλλὰ δὲν τοῦ στέρησε τὴν ἐλευθερία του. Μὲ τὸ ποὺ ἦρθε «εἰς ἑαυτόν», ἀμέσως ἡ καρδιά του εἶχε ἐπιστρέψει στὸν πατέρα, ἀλλὰ ὑπῆρχε ὅλη αὐτὴ ἡ ἀπόσταση ποὺ ἔπρεπε νὰ διανύσει, καὶ ἔδραμε ὁ πατέρας καὶ τὸν πρόλαβε. Ὁ κάθε ἄνθρωπος μὲ τὴ μετάνοιά του, ἀμέσως ἡ καρδιά του εἶναι μὲ τὸν Θεό, ἀλλὰ μετὰ χρειάζεται νὰ διανύσει ἕνα δρόμο γιὰ νὰ θεραπευθεῖ καὶ νὰ ἑνωθεῖ πάλι μὲ Αὐτόν. Τὸ καλύτερο παράδειγμα εἶναι ὁ πατέρας τῆς παραβολῆς ποὺ περίμενε κάθε μέρα συνέχεια· ἡ καρδιά του δὲν εἶχε φύγει ἀπὸ τὸν υἱό του, ἕστω καὶ ἂν ἡ καρδιὰ τοῦ υἱοῦ εἶχε φύγει ἀπὸ τὸν πατέρα. Μόνο Αὐτὸς ποὺ ἔδωσε τὴν παραβολὴ αὐτή, ὁ Χριστὸς ποὺ μᾶς ἀγαπᾶ, ἐνῶ ἐμεῖς εἴμαστε οἱ ἐχθροί Του, θὰ μᾶς δώσει δύναμη νὰ τὸ κάνουμε.
Νὰ προσευχηθεῖτε γιὰ τὰ παιδιά σας μὲ τὴν καρδιά σας, καὶ μὲ πίστη ὅτι ὁ Θεὸς θὰ κρατήσει ὅλες αὐτὲς τὶς προσευχές, ἀλλὰ ἡ ἐνέργειά τοὺς θὰ φανερωθεῖ ἀργότερα. Τὸ πῶς θὰ ἐπεμβεῖ στὴ ζωή τους ὁ Θεὸς ἐξαρτᾶται ἀπὸ πολλοὺς παράγοντες. Ὅπως ἔλεγε ἕνας Ἅγιος: «ἔχουν οἱ ἄνθρωποι τοὺς τρόπους τους, ἔχει καὶ ὁ Θεὸς τοὺς δικούς Του».
Ἐ: Γιατί ὁ πρεσβύτερος υἱὸς φθονεῖ τὸν ἄσωτο υἱὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ὁ ἴδιος ἀπολάμβανε τέτοια ἐγγύτητα μὲ τὸν πατέρα;
Ἀ: Γιατὶ ἀκριβῶς δὲν τὴν εἶχε. «Σὺ πάντοτε μετ’ ἐμοῦ εἶ» (Λουκ. 15,30). Αὐτὸ τὸ «σὺν εἶναι» μὲ τὸν Θεὸ Πατέρα, σημαίνει ὅτι ἡ κατάσταση τοῦ Πατέρα μεταδίδεται στὸν υἱό, τὸ θέλημα τοῦ Πατέρα γίνεται τὸ θέλημα τοῦ υἱοῦ. Ὁ πρεσβύτερος υἱός, ὅμως, δὲν εἶχε τέτοια ταύτιση μὲ τὸν πατέρα, γιατὶ ἡ καρδιὰ τοῦ ἦταν μακριὰ ἀπὸ αὐτόν. Καὶ φάνηκε αὐτὸ μὲ ἀφορμὴ τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ ἀσώτου υἱοῦ. Ὅταν ἐξ ἀφορμῆς κάποιου γεγονότος, προσέξουμε μέσα μᾶς ζήλια, αὐτὸ εἶναι δῶρο ἀπὸ τὸν Θεό· τὸ παραχωρεῖ γιὰ νὰ γνωρίσουμε τὸν ἑαυτό μας, γιατὶ ἡ ζήλια ὑπάρχει μέσα μᾶς, ἁπλὰ δὲν τὴ βλέπαμε. Τὸ σφάλμα τοῦ πρεσβυτέρου υἱοῦ εἶναι ὅτι δὲν χρησιμοποίησε τὴν ἐπίγνωση αὐτὴ γιὰ μετάνοια, δὲν ἦλθε πρὸς ἑαυτόν, ἀλλὰ ἔμεινε ἔξω ἀπὸ τὸν οἶκο.
Ἐ: Ἄν ὁ ἑαυτός μας δὲν μᾶς ἀφήνει νὰ ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ ἀδυναμίες μας ἢ ἀπὸ κάποιες δυσάρεστες ἀναμνήσεις τοῦ παρελθόντος, τότε σημαίνει ὅτι ἡ ἀγάπη μας πρὸς τὸν Πατέρα εἶναι μόνο συναίσθημα; Ἀ: Ὄχι, δὲν σημαίνει αὐτό, ἁπλὰ δὲν ἔχει φθάσει σὲ ἐκεῖνο τὸ μέτρο ποὺ ἡ ἀγάπη αὐτὴ καταπίνει τὰ πάντα στὸν ἄνθρωπο, καὶ ὅλα τὰ ψυχολογικὰ τὰ κάνει πνευματικά. Λέει ὁ ἅγ. Ἰσαὰκ ὁ Σύρος ὅτι ἡ πιὸ ὑψηλὴ πνευματικὴ γνῶσις τοῦ Θεοῦ εἶναι ὅταν ἡ χάρις καταπίνει ὅλον τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν ἀναγεννᾶ. Τότε ὅλος ὁ ἄνθρωπος γίνεται πνεῦμα καὶ δὲν ὑπάρχει πιὰ οὔτε συναίσθημα, οὔτε ψυχολογία. Γι’ αὐτὸ πρέπει καὶ λέμε κάθε μέρα «Τῷ πόθῳ Σου τρῶσον ἡμῶν τὰς ψυχάς, Κύριε».