Μέρος 1ο
Ὁ χρόνος εἶναι κάτι τραγικὸ στὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου γιατὶ κάθε νέα χρονιὰ μετράει τὸ κατὰ πόσο μικραίνει ἡ ζωή του. Εἶναι τελικὰ ὁ χρόνος φίλος ἢ ἐχθρός, εὐλογία ἢ κατάρα; Ὁ τρόπος ποὺ μετρᾶμε τὸν χρόνο εἶναι ἀναγκαῖος, ἀλλὰ καὶ σχετικός, τεχνητός. Ὅμως κάθε ἀρχὴ τοῦ χρόνου εἶναι μία εὐκαιρία νὰ κάνουμε ἕναν ἀπολογισμὸ πνευματικό, μιὰ καινούργια ἀρχὴ στὴ ζωή μας. Ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς δημιουργίας ἡ Γραφὴ μιλάει γιὰ τὸν χρόνο, «ἐγένετο ἑσπέρα καὶ ἐγένετο πρωί ἡμέρα μία» (Γεν. 1,5). Ἀσφαλῶς ὁ ἄνθρωπος δὲν δημιουργήθηκε γιὰ νὰ εἶναι φυλακισμένος στὸν χρόνο, ἀλλὰ γιὰ αἰωνιότητα. Οἱ ἄγγελοι δημιουργήθηκαν μέσα στὴν αἰωνιότητα, καὶ γι’ αὐτὸ ἡ πτώση τοῦ Ἑωσφόρου εἶναι ἀμετάκλητη. Γιὰ τὸν ἄνθρωπο, ὁ χρόνος φανερώνει τὴ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ διότι ἡ ἀγαθὴ πρόνοιά Του τὸν ἔπλασε μέσα στὸν χῶρο καὶ τὸν χρόνο, γιὰ νὰ μπορέσει νὰ ἐκμεταλλευθεῖ «τὴν τρεπτότητα τοῦ χρόνου», γιὰ τὴν ὁποία μιλοῦν οἱ φιλόσοφοι, καὶ νὰ ἔχει τὴ δυνατότητα νὰ μετανοήσει. Ἡ στιγμὴ δὲν πιάνεται∙ μέχρι νὰ τὴν ὀνομάσουμε παρὸν ἔγινε ἤδη παρελθόν. Αὐτὴ ἡ τρεπτότητα τοῦ χρόνου εἶναι ὅμως εὐλογία γιὰ τὸν ἄνθρωπο, γιατὶ τοῦ δίνει τὴν εὐκαιρία νὰ ἀλλάξει πρὸς τὸ καλὸ καὶ νὰ κτίσει στὴν καρδιά του πνευματικὴ κατάσταση. Μὲ τὴν ἔννοια αὐτή, ὁ χρόνος γίνεται ἕνα ἄλλο δέντρο τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ ἢ τοῦ κακοῦ. Ὁ ἀπ. Παῦλος μᾶς προτρέπει νὰ ἐξαγοράσουμε τὸν χρόνο τῆς ζωής μας, γιατὶ οἱ μέρες εἶναι πονηρές (Ἐφ. 5,16-17).
Ὁ χρόνος τῆς ζωῆς μας παίρνει ἀξία καὶ νόημα ὄχι κατὰ τὸν ἀριθμὸ τῶν ἑτῶν μας, ἀλλὰ κατὰ τὸ μέτρο ποὺ τὸν ἀξιοποιοῦμε σὲ βάθος. Ἂν προσέξετε, στὰ ἀναγνώσματα στὶς ἑορτὲς τῶν ὁσίων λέγεται ὅτι τὸ ἀληθινὰ τίμιον γήρας ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸ ἂν ὁ ἄνθρωπος ζεῖ μὲσωφροσύνη καὶ ἔχει ἀκηλίδωτο βίο. Ὁ δίκαιος «τελειωθεὶς ἐν ὁλίγῳ ἐπλήρωσε χρόνους μακροὺς» (Σοφ. Σολ. 4,13), δηλαδὴ ἡ ζωή του ἔφθασε στὸ πλήρωμά της. Πολὺ συχνὰ ἀκοῦμε τὸν κόσμο νὰ λέει, «πόσο χρόνο ἔχασα στὴ ζωή μου!». Δυστυχῶς μεγαλώνουμε μὲ τὰ πρότυπα τοῦ κόσμου, καὶ δὲν γνωρίζουμε πῶς νὰ χειριστοῦμε τὸ μεγάλο δῶρο ποὺ λέγεται χρόνος στὴ ζωή μας. Στὸ σκοτάδι τῆς ἄγνοιας οἱ ἄνθρωποι ἀντιμετωπίζουν τὸν χρόνο στρεφόμενοι νοσταλγικὰ στὸ παρελθόν, ποὺ δὲν τοὺς ἀνήκει πλέον. Ἄλλοτε ὁ ἐχθρὸς τοὺς ὁδηγεῖ σὲ ἀπόγνωση, θυμίζοντάς τους ὅλες τὶς ἀποτυχίες τοῦ παρελθόντος. Ἄλλοι μεταθέτουν τὸν νοῦ τους στὸ μέλλον μέσῳ τῆς φαντασίας. Εἶναι τραγικὸ ποὺ ὁ ἄνθρωπος τείνει νὰ παρατηρεῖ στοὺς ἄλλους τὰ σημάδια τοῦ χρόνου πολὺ πιὸ εὔκολα ἀπ’ ὅτι στὸν ἑαυτό του. Θέλει συνεχῶς νὰ ἀποφύγει τὴ φθαρτότητα ποὺ φέρνει ὁ χρόνος, νὰ εἶναι ἀθάνατος στὴ γῆ. Ἀλλὰ ὁ χρόνος καὶ ὁ θάνατος ἦλθαν σὰν πράξη ἄκρας φιλανθρωπίας τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ μὴ γίνει ὁ ἄνθρωπος ἀθάνατος μαζὶ μὲ τὸ κακό.
Τὸ μεγαλύτερο γεγονὸς «ὑπὸ τὸν οὐρανὸν» εἶναι ἡ στιγμὴ ὅταν ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος. Τότε ἡ αἰωνιότητα τοῦ Θεοῦ εἰσήλθε μέσα στὸν χρόνο, τέμνωντας σταυρικὰ τὸν ὁριζόντιο ἱστορικὸ χρόνο. Ὁ Κύριος ὀνομάζεται ὁ Χριστός, δηλαδὴ ὁ κεχρισμένος τοῦ Θεοῦ, καὶ ὁ Ἴδιος χρίει τὸν χρόνο καὶ ὅλο τὸ κτιστὸ εἶναι μὲ τὴ θεία Του ἐνέργεια. Στὴν Π. Δ. ὁ χρόνος ἔφθασε σὲ ἕνα πλήρωμα, ὅταν ἔγιναν ὅλα αὐτὰ ποὺ ἤθελε ὁ Θεὸς νὰ γίνουν. Οἱ Πατέρες ταυτίζουν «τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου» (Γαλ. 4,4) μὲ τὴν Παναγία. Καὶ γιὰ μᾶς, μαζὶ μὲ τὴν ἐξαγορὰ τοῦ χρόνου, μπαίνει καὶ τὸ θέμα τοῦ πληρώματος τῆς ζωῆς μας. Τὸ μέσον ποὺ πρέπει νὰ χρησιμοποιήσουμε γιὰ νὰ φθάσει ἡ ζωή μας στὸ πλήρωμά της καὶ νὰ ἐξαγοράσουμε αἰωνιότητα, εἶναι ὁ ἴδιος ὁ χρόνος. Ὁ Μ. Βασίλειος λέει ὅτι ὁ χρόνος εἶναι «τὸ σύμπαρεκτεινόμενον τῇ συστάσει τοῦ κόσμου διάστημα». Εἶναι ἕνα χρονικὸ διάστημα ποὺ ἔχει ἀρχὴ καὶ τέλος∙ ἄρχισε ἀπὸ τὴ δημιουργία τοῦ κόσμου καὶ συνεχίζει μαζὶ μὲ τὴν ἐξέλιξη τοῦ κόσμου. Ὁ Γ. Σωφρόνιος λέει ὅτι ὁ χρόνος εἶναι ὁ τόπος τῆς συνάντησής μας μὲ τὸν Θεό∙ εἶναι ὁ καιρὸς κατὰ τὸν ὁποῖο ὁ Θεὸς δημιουργεῖ θεούς. Λειτουργικά, ὁ ὅρος «καιρὸς» χρησιμοποιεῖται ὅταν λέμε ὅτι οἱ ἱερεῖς «παίρνουν καιρό», δηλαδὴ προετοιμάζονται μὲ μία μικρὴ ἀκολουθία πρὶν μποῦν στὸ ἱερὸ νὰ τελέσουν τὴ Λειτουργία. Μὲ τὸν ἴδιο τρόπο, καὶ ὁ χρόνος τῆς δικῆς μας ζωῆς εἶναι καιρὸς κατὰ τὸν ὁποῖο προετοιμαζόμαστε γιὰ τὴ μέλλουσα ζωή. Ὁ ἅγ. Νικόλαος ὁ Καβάσιλας λέει ὅτι ἡ ἐν Χριστῷ ζωὴ σπέρνεται σὲ αὐτὸ τὸν κόσμο, ἀλλὰ θὰ καρποφορήσει σὲ ὅλο της τὸ πλήρωμα στὴν ἄλλη ζωή.
Ἕνας λόγος ποὺ χάνουμε χρόνο, ἀκομη καὶ ἐμεῖς οἱ Χριστιανοί, εἶναι διότι δὲν ἔχουμε στάση ὑπακοῆς οὔτε στοὺς πνευματικούς μας πατέρες, οὔτε στὴν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Ὅποιος δὲν γνωρίζει τὸ μυστήριο τῆς ὑπακοῆς, χάνει τὸν χρόνο τῆς ζωῆς του, ἀκόμη καὶ ἂν ἀνθρωπίνως ἔχει μεγάλα καὶ λαμπρὰ ἐπιτεύγματα. Ἐκτὸς ὑπακοῆς δὲν θὰ μπορέσει νὰ μαζέψει παρὰ μόνο ψίχουλα ἀπὸ τὴν πλούσια τράπεζα τῆς παράδοσης τῶν Πατέρων μας. Στὴν Κλίμακα λέγεται ὅτι τρεῖς νέοι πῆγαν σὲ ἕνα Γέροντα νὰ τοῦ ζητήσουν λόγο, καὶ στὸν τρίτο εἶπε ὁ Ἅγιος: «νὰ θυμᾶσαι ὅτι ‘ἐν τῇ ὑπομονὴ ἡμῶν κτήσασθαι τὰς ψυχὰς ἡμῶν’ (Λουκ. 21,19)∙ νὰ βρεῖς ἕναν πολὺ σκληρὸ Γέροντα καὶ νὰ τοῦ κάνεις ἀπόλυτη ὑπακοή». Τότε τὸν ρώτησε ὁ νέος, «καὶ ἂν ὁ Γέροντας δὲν ζεῖ πνευματικὴ ζωὴ πάλι νὰ μείνω;» Καὶ τοῦ ἀπάντησε ὁ ἅγιος, «ἀκόμα καὶ ἂν δεῖς ὅτι εἶναι ὁ χειρότερος ἀπὸ ὅλους, νὰ μὴν τὸν κρίνεις, ἀλλὰ νὰ λὲς στὸν ἑαυτό σου τὰ λόγια ποὺ εἶπε ὁ Χριστὸς στὸν Ἰούδα, ‘ἑταῖρε, ἐφ’ ὅ πάρει;’ (Ματθ. 26,50)∙ ‘Φίλε, γιατί ἦρθες ἐδῶ; Γιὰ νὰ κρίνεις ἢ γιὰ νὰ κριθεῖς;’ Ὑπέμεινε καὶ τότε θὰ δεῖς ὅτι ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ θὰ σβήσει κάθε ὑπερηφάνεια μέσα σου καὶ κάθε ἄλλη σαρκικὴ ἐπιθυμία». Βλέπουμε ὅτι αὐτοὶ ποὺ παραδίδονται μὲ ἁπλότητα στὴν ὑπακοή, πολλοὺς πειρασμοὺς ποὺ τοὺς ἄλλους τοὺς ταλανίζουν, δὲν τοὺς γνωρίζουν κάν. Αὐτὸ ἀφορᾶ ὅλους τοὺς πιστούς. Ἂν εἴχαμε ἀληθινὴ ὑπακοὴ στοὺς θεσμοὺς τῆς Ἐκκλησίας, θὰ μᾶς ἔδινε ὁ Θεὸς νὰ γίνουμε καὶ ἐμεῖς φορεῖς τῆς Παραδόσεώς της.
Μετὰ τὸν Χριστό, ζοῦμε μέσα στὸν «ἐνιαυτὸ τοῦ Κυρίου» (Λουκ. 4,17). Πόσες φορὲς δὲν λέμε στὶς ἀκολουθίες, «εὐλογημένη ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ΝΥΝ καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰώνας τῶν αἰώνων»; Αὐτό σημαίνει ὅτι σκοπὸς τοῦ χρόνου τῆς ζωῆς μας εἶναι νὰ μαζέψουμε μέσα μας κάθε στιγμὴ τὶς σφραγίδες τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ, ὥστε νὰ μποῦμε στὴν αἰωνιότητά Του. Αὐτὸ ποὺ ἦταν ὁ Χριστὸς παρέμεινε καὶ αὐτὸ ποὺ δὲν ἦταν, τὴν ἀνθρώπινη φύση, τὸ πῆρε πάνω Του. Ὅλα αὐτὰ ἡ Ἐκκλησία τὰ ἀποτυπώνει μέσα στὶς ἀκολουθίες τῆς ἡμέρας. Ποιά ὥρα εἶναι πιὸ εὐλογημένη ἀπὸ τὴν ἕκτη ὥρα, κατὰ τὴν ὁποία ὁ Χριστὸς προσήλωσε τὸ Σῶμα Του στὸν Σταυρὸ καὶ σταύρωσε τὴν ἁμαρτία; Ἢ ἀπὸ τὴν ἑνάτη ὥρα κατὰ τὴν ὁποία εἶπε «Τετέλεσται» γιὰ νὰ φανερώσει ὅτι τελειώθηκε τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν ἄνθρωπο; Ποιά ὥρα εἶναι πιὸ εὐλογημένη ἀπὸ τὴ νύχτα, στὴν ὁποία γεννήθηκε ὁ Χριστὸς ὴ στὴν ὁποία ἀναστήθηκε; Ὅπως λέει ὁ Σολομών, «Μέσα στὴν ἡσυχία τῆς νυχτερινῆς σιγῆς κατέβηκε ὁ παντοδύναμος λόγος τοῦ Θεοῦ, φέρνοντας μαζί Του τὸ ὀξὺ ξίφος τῆς ἀνυπόκριτης ἐπιταγής Του (πρβλ. Σοφ. Σολ. 18,14-15), τῆς ἀνυπόκριτης βουλήσεως Του, ποὺ ἦταν νὰ σώσει τὸν ἄνθρωπο.
Μέρος 2ο
Ἐ: Πῶς συνδέεται ἡ μνήμη μὲ τὸν χρόνο;
Ἀ: Ὑπάρχει μνήμη πνευματική, ποὺ εἶναι πράξη προσευχῆς, καὶ μνήμη ψυχολογική, ποὺ εἶναι ἁπλὴ ἀνάμνηση περασμένων γεγονότων. Μὲ τὴν πνευματικὴ ἀνάμνηση, φέρουμε αὐτὰ ποὺ θυμόμαστε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ μὲ προσευχὴ καὶ εὐχαριστία. Λέμε γιὰ τοὺς κεκοιμημένους «αἰωνία ἡ μνήμη» μὲ τὴν ἔννοια ὅτι αὐτοὺς ποὺ θυμᾶται ὁ Θεός, ζοῦν πραγματικά, ἐνῶ ἡ λήθη τοῦ Θεοῦ εἶναι θάνατος. Κατ’ ἀναλογία, ἡ προσευχητικὴ ἀνάμνηση εἶναι πράξη ποὺ ἁγιάζει καὶ λυτρώνει ἀκόμα καὶ τὸ παρελθόν μας, ὅπως ὁ Χριστὸς «ἡμᾶς ἐξηγόρασεν ἐκ τῆς κατάρας τοῦ νόμου» (Γαλ. 3,13) μὲ τὸ Αἷμα Του καὶ ἔδωσε Ἑαυτὸν «λύτρον ἀντὶ πολλῶν» (Μάρκ. 10,45). Δὲν ὑπάρχει ἄλλος τρόπος γιὰ μᾶς νὰ λυτρώσουμε καὶ νὰ ἁγιάζουμε οὔτε τὸ παρελθόν, οὔτε τὸ παρόν, οὔτε τὸ μέλλον μας, παρὰ μόνο ἂν τὰ προσάγουμε στὸν Θεὸ μὲ προσευχή.
Ἐ: Γιατί σὲ κάποιους ὁ Θεὸς δίνει λίγα χρόνια ζωῆς, ἐνῶ ἄλλοι φεύγουν σὲ βαθιά γεράματα;
Ἀ: Τὸ μόνο ποὺ μποροῦμε νὰ ποῦμε εἶναι, «ἑαυτοὺς καὶ ἀλλήλους καὶ πᾶσαν τὴν ζωὴν ἡμῶν Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα». Ὁ Χριστὸς ἔχει στὰ χέρια Του καὶ χρόνους καὶ καιρούς, ἐμεὶς μόνο νὰ Τοῦ παραδοθοῦμε καὶ κάθε μέρα νὰ ἀγωνιζόμαστε ὅπως μποροῦμε καλύτερα νὰ μαζέψουμε μέσα μας αἰωνιότητα μὲ τὴν προσευχή, μὲ τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, μὲ τὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, μὲ τὴν ἐργασία τῶν ἐντολῶν. Τὰ κρίματα Του εἶναι ἀνεξιχνίαστα καὶ τὸ μόνο σίγουρο καὶ ἀπόλυτο ποὺ ξέρουμε εἶναι πὼς ὅ, τι κάνει, τὸ κάνει ἀπὸ ἀγαθότητα, καὶ γιὰ κάθε ἀδικία στὸ ἱστορικό ἐπίπεδο, ὁ Θεὸς μετὰ ἔχει ὅλη τὴν αἰωνιότητα γιὰ νὰ τὴν ἀναπληρώσει.
Ἐ: Ὁ ἅγ. Ἰωάννης τῆς Κλίμακας λέει ὅτι ὁ χρόνος τῆς ζωῆς μας δὲν φθάνει καὶ γιὰ φιλία καὶ γιὰ δάκρυα∙ πρέπει νὰ διαλέξουμε τὰ δάκρυα. Πῶς νὰ τὸ κάνουμε;
Ἀ: Κατ’ ἀκρίβεια, λέει κάτι πιὸ βαρὺ ἀκόμη∙ τὴν ἡμέρα ποὺ δὲν κλάψαμε, τὴ χάσαμε γιὰ ὅλη τὴν αἰωνιότητα. Σίγουρα, θὰ ἔχουμε εὐκαιρίες ξανὰ γιὰ δάκρυα, ἀλλὰ τὴν ἡμέρα ἐκείνη δὲν θὰ τὴν ξαναβροῦμε, καὶ ἐφόσον ἔμεινε χωρὶς τὴ σφραγίδα τοῦ Θεοῦ, τὴν ὁποία φέρνουν τὰ δάκρυα, ἔμεινε ἀλύτρωτη. Παρόλο ποὺ ἔχουμε τὴν ψευδαίσθηση ὅτι θὰ ζοῦμε αἰώνια στὴ γῆ, ὁ χρόνος μας εἶναι πολὺ μικρὸς καὶ δὲν φθάνει καὶ γιὰ φιλίες καὶ γιὰ δάκρυα. Δὲν σημαίνει ὅτι δὲν θὰ εἴμαστε φιλικοὶ μὲ τοὺς δίπλα μας, ἀλλὰ ὅτι δὲν πρέπει νὰ προσκολληθεῖ ἡ καρδιά μας σὲ ἀνθρώπους ἢ σὲ πράγματα αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Ὁ Θεός μας εἶναι ζηλωτὴς Θεὸς καὶ περιμένει ἀπὸ μᾶς ὁλόκληρη τὴν καρδιά. Τὸ μυστήριο εἶναι ὅμως, ὅτι ἂν δώσουμε ὅλη μας τὴν καρδιά στὸν Θεό, τότε τὸ θέλημά Του γίνεται τὸ δικό μας, καὶ ἡ καρδιά μας χωράει καὶ ὅλους τοὺς ἄλλους ἀπαθῶς, διὰ τοῦ Χριστοῦ, ὄχι διὰ τοῦ ἑαυτοῦ μας. Ὅταν ἔχουμε φιλίες μὲ κέντρο τὸν ἑαυτό μας, ἡ φιλία εἶναι μιὰ πλατφόρμα γιὰ νὰ ἱκανοποιοῦμε τὰ πάθη καὶ τὴ κενοδοξία μας. Οἱ Ἅγιοι ἐξαγόρασαν ὄχι μόνο τὸν χρόνο τῆς ζωῆς τους, ἀλλὰ καὶ τὸν χρόνο τῆς ζωῆς τῶν πλησίον τους.
Ἐ: Τὶς Κυριακὲς καὶ τὶς μεγάλες ἑορτὲς ἡ Ἐκκλησία μᾶς λέει νὰ σχολάσουμε. Εἶναι αὐτὸ σὰν νὰ σταματάει ὁ χρόνος γιὰ λίγο γιὰ μᾶς:
Ἀ: Ξέρετε, οἱ ἄνθρωποι πολὺ συχνὰ μᾶς λένε ὅτι «σήμερα ὁ ρυθμὸς τῆς ζωῆς εἶναι πολὺ γρήγορος καὶ δὲν ὑπάρχει χρόνος νὰ προσευχηθοῦμε». Μπορεῖ κάποιος νὰ περάσει 3 ὧρες στὸ ἴντερνετ χωρὶς νὰ καταλάβει πότε πέρασε ἡ ὥρα. Ἀλλὰ ἂν ἔρθει στὸν ναὸ νιώθει ὅτι «εἶναι μεγάλες οἱ ἀκολουθίες στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία». Αὐτὸς ποὺ περνᾶ κάθε μέρα 4 ὧρες στὸ ἴντερνετ, στὴν καλύτερη περίπτωση θὰ μαζέψει κάποιες γνώσεις ποὺ δὲν εἶναι κὰν ἔγκυρες καὶ ἀκριβεῖς. Στὴ χειρότερη ὅμως ἐρημώνεται μέσα του, ξεραίνεται ἡ καρδιά του. Ἐνῶ αὐτὸς ποὺ θὰ δώσει 4 ὧρες κάθε μέρα νὰ προσευχηθεῖ, ἔχει πολὺ μεγάλη ἀλλαγή. Δὲν λέει ἡ Γραφή· «τρέξτε γιὰ νὰ μάθετε ὅτι εἶμαι Θεός», ἀλλὰ «σχολάσατε καὶ γνῶτε, ὅτι ἐγώ εἰμι ὁ Θεὸς» (Ψαλμ. 45,10). Νὰ μὴν ἀπατοῦμε τοὺς ἑαυτούς μας ὅτι μὲ τὸ νὰ βλέπουμε τηλεόραση καὶ νὰ τραβᾶμε τὸ κομποσκοίνι κάναμε τὸν κανόνα τῆς προσευχῆς μας. «Σχολάσατε», σημαίνει νὰ τὰ ἀφήσουμε ὅλα καὶ νὰ ποῦμε τώρα γιὰ 5 λεπτά, μισὴ ὥρα, ὅσο μποροῦμε, ὑπάρχει μόνο ὁ Κύριος καὶ ἐγὼ πάνω στὴ γῆ. Ἔτσι πρέπει νὰ εἶναι ἡ ἀληθινή σχόλη γιὰ νὰ πιάσει μέσα μας ἡ χάρη τῆς προσευχῆς. Ἀλλιῶς παίρνουμε λίγους κόκκους ἄμμου ἀπὸ τὴν ἀκροθαλασσιά.
Μέρος 3ο
Ἐ: Τί σημαίνει ὅτι ὁ χρόνος μεταποιεῖται σὲ «καιρὸν» στὴν Ἐκκλησία;
Ἀ: Ὁ «καιρὸς» σημαίνει τὸν χρόνο ποὺ δίνουμε νὰ σταθοῦμε στὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ εὐλογία τοῦ καιροῦ εἶναι ὅτι μᾶς προπαρασκευάζει, μᾶς ἀλλάζει τὴν κατάσταση. Ὅταν ἁμαρτάνουμε, ἂν ζήσουμε τὸν χρόνο μὲ μετάνοια, γίνεται γιὰ μᾶς «καιρὸς τοῦ ποιήσαι τοῦ Κυρίου», καιρὸς ποὺ ἀναφέρεται στὸν Θεό. Ὁ Ἀπόστολος λέει ὅτι «κάθε κτίσμα ἁγιάζεται διὰ λόγου Θεοῦ καὶ ἐντεύξεως» (Α’ Τιμ. 4,4-5)∙ ἔτσι καὶ ὁ χρόνος τῆς ζωῆς μας γίνεται καιρὸς ὅταν τὸν κάνουμε εὐκαιρία νὰ ἐπισκεφθεῖ καὶ νὰ ἐπισκιασθεῖ ἀπὸ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ. Σήμερα ἰδιαίτερα οἱ νέοι ἄνθρωποι δίνουν ὅλη τους τὴν προσοχὴ στὸν χρόνο, ἀκόμη καὶ μέσῳ τῶν ναρκωτικῶν, καὶ ὅσο θέλουν νὰ τὸ ζήσουν, τόσο τοὺς φεύγει ἀπὸ τὰ χέρια τους. Τρέχει καὶ κυνηγᾶ ὁ ἄνθρωπος μιὰ σκιά, ἀλλὰ δὲν πιάνεται ἡ σκιὰ ποὺ λέγεται χρόνος. Ὅταν ὅμως γίνει καιρός, ὁ προφήτης Δαβὶδ λέει, «ἡ προσευχή μου πρὸς σέ Κύριε καιρὸς εὐδοκίας» (βλ. Ψαλμ. 68,14).
Ἐ: Μπροστὰ σὲ κάθε καινούργιο χρόνο νιώθουμε ὅτι εἴμαστε προσηλωμένοι στὸ σημεῖο μεταξὺ τοῦ χρόνου ποὺ πέρασε καὶ ἐκείνου ποὺ ἔρχεται. Δὲν γίνεται ὅμως αὐτὸ κάθε στιγμὴ τοῦ χρόνου;
Ἀ: Τὸ ὄφελος ἔρχεται ἀπὸ τὸ νῦν, ἀπὸ τὸ τί κάνουμε τώρα καὶ ὁ ἐχθρός, ἐπειδὴ τὸ ξέρει αὐτό, παίρνει τὸν νοῦ μας ἀπὸ τὸ τώρα καὶ προσπαθεῖ εἴτε νὰ τὸν πάει στὸ παρελθὸν καὶ νὰ μᾶς γεμίσει μὲ τύψεις καὶ μὲ ἀπελπισία∙ ἢ νὰ τὸν πάει στὸ μέλλον, καὶ νὰ μᾶς γεμίσει μὲ ἄγχος. Τελικὰ πολλὲς φορὲς τὸ ἄγχος αὐτὸ γιὰ τὸ μέλλον τὸ ὀνομάζουμε καὶ «ἐσχατολογία». Ἀληθινὴ ἐσχατολογία, ὅμως εἶναι νὰ ἀγωνιζόμαστε καθημερινὰ νὰ βροῦμε ἐπαφὴ μὲ τὸν ἔσχατο Ἀδάμ. Ὁ πρῶτος Ἀδὰμ πλάσθηκε κατ’ εἰκόνα τοῦ ἐσχάτου Ἀδάμ. Ἐκεῖνος ποὺ θὰ ἔλθει στὸ τέλος εἶναι τὸ πρότυπο τοῦ πρώτου Ἀδάμ. Ἡ ζωὴ στὴν παρουσία τοῦ Ἐσχάτου, στὸ λόγο Του, στὴ χάρη Του δὲν εἶναι ἡ ἀγωνία καὶ ἡ κινδυνολογία γιὰ τὸ μέλλον.
Ἐ: Πῶς νὰ ἐννοήσουμε ὅτι ὁ χρόνος εἶναι δῶρον τῆς χρηστότητος τοῦ Θεοῦ;
Ἀ: Ὅταν ὁ χρόνος ἐπισκιάζεται ἀπὸ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, τότε ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ πεῖ παράδοξα πράγματα, ὅπως «εἰς οὓς τὰ τέλη τῶν αἰώνων κατήντηκεν» (Α’ Κορ. 10,11), ἢ ὅτι γίνεται συγχρόνως γεγονότων αἰωνίων. Ἀλλὰ λέμε ταυτόχρονα καὶ τὸ «Κύριε, ἐλέησον με». Εἶναι καὶ τὰ δύο ἀληθινά, διότι ὅσο ὑπάρχει χρόνος, ἀκόμη καὶ ὅταν ἐμπλησθοῦμε μὲ τὴν τρυφὴ τῆς παρουσίας Του, δὲν παύει νὰ ὑπάρχει καὶ ἕνας κίνδυνος. Θυμᾶστε ἐκεῖνον τὸν Ὅσιο Γέροντα ποὺ εἶπε τὶς τελευταῖες μέρες πρὶν πεθάνει ὅταν τὸν ἐπαίνεσε κάποιος· «Προσέξτε, προλαβαίνω ἀκόμη νὰ τὰ χαλάσω ὅλα».
Ἐ: Ὁ χρόνος τῆς Λειτουργίας εἶναι ὁ χρόνος τῆς αἰωνιότητας;
Ἀ: Ὁ λειτουργικός χρόνος εἶναι τὸ «αἰώνιο σήμερον», ὁ ἱστορικὸς ἄνθρώπινος χρόνος ποὺ ἐπισκιάζεται ἀπὸ τὴν ἄκτιστη θεία ἐνέργεια, ἡ ὁποία μᾶς εἰσάγει στὴν αἰωνιότητά Του. Ὁ Γ. Σωφρόνιος λέει ὅτι ὁ χρόνος εἶναι σχετικός, ἀλλὰ ὄχι μὲ τὴν ἔννοια τοῦ Ἀϊνστάιν ποὺ εἶπε ὅτι μία μάζα, ὅταν ξεπεράσει μία ταχύτητα, μπορεῖ νὰ γίνει ἐνέργεια. Πνευματικά, αὐτὸ γίνεται στὶς ψυχὲς τῶν Ἁγίων, οἱ ὁποῖοι στὴ φόρα τους πρὸς τὸν Θεὸ λησμονοῦν τὸν κόσμο καὶ σὰν νὰ φεύγουν ἀπὸ τὴ βαρύτητα τοῦ κόσμου, γίνονται ὅλοι φῶς, ἐνέργεια. Ὅταν ἐπιστρέφουν στὸν κόσμο γίνονται πύλη τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἡ ζωή τους προβάλλει τὶς ἀρετές τοῦ Θεοῦ γιὰ μᾶς νὰ τὶς μιμηθοῦμε, ὅπως λέει ὁ ἀπ. Πέτρος∙ «ὅπως τὰς ἀρετὰς ἐξαγγείλητε τοῦ ἐκ σκότους ὑμᾶς καλέσαντος εἰς τὸ θαυμαστὸν Αὐτοῦ φῶς» (Α’ Πέτ. 2,9). Δὲν ὑπάρχει καινούργιος χρόνος, ὅπως ἔλεγε ὁ ἅγ. Πορφύριος, ὑπάρχει μόνο ὁ χρόνος ποὺ πέρασε. Ἀλλὰ ὁ χρόνος ποὺ μᾶς δίνει ὁ Θεὸς εἶναι «καιρὸς» τὸν ὁποῖο ἐμεῖς πρέπει νὰ τὸν κάνουμε «εὐκαιρία» γιὰ τὸν Θεὸ νὰ μπεῖ στὴ ζωή μας.