Tου Πανοσιολογιότατου Αρχιμανδρίτου Ζαχαρία της Ιεράς μονή Αγίου Ιωάννη του Προδόμου Essex
Ὁ Χριστὸς εἶναι τὸ θαῦμα ποὺ μᾶς καταπλήσσει. Εἶναι τὸ σημεῖο τοῦ Θεοῦ γιὰ ὅλες τὶς γενεὲς ἕως συντελείας τοῦ αἰῶνος, διότι στὸ Πρόσωπό Του βρῆκε λύση κάθε ἀδιέξοδο. Κατὰ τὴν ἐπίγεια ζωή του «ζοῦσε τὴν τραγωδία ὅλης τῆς ἀνθρωπότητας, ἀλλὰ τραγωδία δὲν ἔμενε σὲ Αὐτόν»[1]. Ἀντιθέτως, πρὶν τὴν ἄκρα ταπείνωσή Του ἔδιδε στοὺς δικούς Του τὴν εἰρήνη Του.
Στὸ Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ἀποκαλύφθηκαν ἀφενὸς ὁ ἀπρόσιτος καὶ αἰώνιος Θεός, ἀφετέρου ὁ ἀληθινὸς ἄνθρωπος, ὅπως τὸν εἶχε συλλάβει πρὸ καταβολῆς κόσμου ὁ Θεὸς μέσα στοὺς κόλπους τῆς Ἁγίας Τριάδας κατὰ τὴ θαυμαστὴ καὶ προαιώνια βουλή Του. Στὸ Πρόσωπό Του βρῆκαν ἐκπλήρωση τὰ πάντα, διότι Αὐτὸς εἶναι «ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή»[2].
Κατ’ ἐπέκτασιν, ὡς μιμήματα τοῦ Χριστοῦ, ὅλοι οἱ Ἅγιοι εἶναι σημεῖα τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴ γενεά τους, ποὺ δίνουν λύση «οὐκ ἐκ τοῦ κόσμου τούτου» στὰ προβλήματα ποὺ τὴν ἀπασχολοῦν, εἴτε φιλοσοφικὰ εἴτε ψυχολογικὰ εἴτε θεολογικά. Ζοῦν μὲ φυσικὸ τρόπο «ἀπὸ τὴ μιὰ πλευρὰ τὴν τραγωδία τῆς ἀνθρωπότητας, καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη τὴν εἰρήνη τοῦ Χριστοῦ»[3].
«Προσελεύσεται ἄνθρωπος καὶ καρδία βαθεῖα»[4]. Ὁ λόγος γιὰ τοὺς Ἁγίους εἶναι δύσκολος, διότι ὁ ἄνθρωπος ποὺ ζεῖ ἀκόμη στὰ δεσμὰ τοῦ ὁρατοῦ κόσμου δὲν μπορεῖ κἂν νὰ φανταστεῖ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς τοῦ ἁγίου Χριστιανοῦ, τὴν ὀδύνη τῆς μετανοίας καὶ τῆς ἀγάπης του, τὴν ἀπειρότητα τὴν ὁποία διασχίζει σὰν ἀστραπὴ ἡ προσευχή του, τὴν ἐλευθερία τοῦ πνεύματός του.
Ἡ φυσικὴ ζωὴ τοῦ ἁγίου Σωφρονίου διήρκεσε σχεδὸν ἕνα αἰώνα, ἡ πνευματική του ζωὴ ὅμως εἶναι ἀνεξιχνίαστη. Ὅπως ὁ ἴδιος γράφει γιὰ τὸ ἐγχείρημά του νὰ σκιαγραφήσει τὴ μορφὴ τοῦ δικοῦ τοῦ Γέροντα, τοῦ ἁγίου Σιλουανοῦ: «Ὅποιος ἐπιδόθηκε μὲ καθαρὴ διάνοια στὴν ἐντατικὴ παρατήρηση τῆς βαθειᾶς του καρδιᾶς, αὐτὸς καταλαβαίνει ὅτι εἶναι ἀδύνατον νὰ παρακολουθήσει τὴ ροὴ τῆς ἴδιας του τῆς ζωῆς, ἔστω καὶ γιὰ ἕνα σύντομο χρονικὸ διάστημα. Αὐτὸς συνειδητοποιεῖ ὅτι εἶναι ἀδύνατον νὰ συλλάβει τὴν πορεία τῆς πνευματικῆς ζωῆς τῆς καρδιᾶς, τὸ βάθος τῆς ὁποίας ἔρχεται σὲ ἐπαφὴ μὲ ἐκεῖνο τὸ Εἶναι, ὅπου δὲν ὑπάρχουν πλέον πορεῖες. Καί, ὅμως, αὐτὸς ἀκριβῶς ὁ σκοπὸς τίθεται τώρα μπροστά μας: νὰ σκιαγραφήσουμε τὴν ἐσωτερικὴ πορεία τῆς ἀνόδου ἑνὸς μεγάλου ἀσκητοῦ»[5].
Ὡς ἐκ τούτου, δὲν μποροῦμε νὰ μιλήσουμε γιὰ τὸν ἅγιο Σωφρόνιο, χωρὶς νὰ μειώσουμε τὸ μεγαλεῖο του. Ὡστόσο, ὁ ἴδιος, κατ’ ἐπιταγὴ τοῦ Πνεύματος καὶ ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν ἐπιθυμία του νὰ ζεῖ «ἵνα μὴ φανῇ τοῖς ἀνθρώποις», μᾶς ἄφησε τὶς γραφές του. Καὶ ὁ καλύτερος τρόπος γιὰ νὰ γνωρίσει κανεὶς τὸ πνευματικὸ πορτραῖτο τοῦ ἁγίου αὐτοῦ ἀνδρός, εἶναι ἡ ἀνάγνωση τῶν βιβλίων του. Κάθε παράγραφος εἶναι καρπὸς προσευχῆς καὶ ἐκεῖ βρίσκεται ὁλόκληρος ὁ Γέροντας.
Ὁ ἅγιος Σωφρόνιος δέχθηκε τὴν ἀπερίγραπτη εὐλογία νὰ εὐφρανθεῖ στὴ θέα τοῦ Ἀκτίστου Φωτὸς ἀπὸ βρεφικῆς ἡλικίας, συνάμα ὅμως ἀπὸ τὰ πρῶτα χρόνια τῆς νεότητάς του αἰσθάνθηκε μὲ μεγάλη σφοδρότητα τὸ παράλογο καὶ τὸ μάταιο τῆς πρόσκαιρης ζωῆς. Τὴ διανοητική του περιπλάνηση στὶς ἀλλότριες ὁδοὺς τοῦ ὑπερβατικοῦ διαλογισμοῦ διέκοψε ἡ σωτήρια Σιναϊτικὴ ἀποκάλυψη, ποὺ ὁ Θεὸς ἔθεσε πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν του: «Ἐγώ εἰμι ὁ Ὤν». Στὴ μετάνοιά του «προσευχόταν ὡς παράφρων, μὲ μεγάλο κλαυθμό, ποὺ συνέτριβε καὶ αὐτὰ τὰ ὀστά του»[6]. Ἡ κραυγὴ τῆς προσευχῆς του ἔφθασε «τὶς πηγὲς τῆς παγκόσμιας τραγωδίας»[7].
Ὁ Γέροντας «ἀγάπησε φλογερὰ τὸν Ἰησοῦ Χριστό, τὸν Θεὸ Δημιουργό μας καὶ Θεὸ-Σωτήρα», καί, «ἀναπόφευκτα», σύμφωνα μὲ τὰ ἴδια του τὰ λόγια, ζοῦσε δύο «ἐκ διαμέτρου ἀντίθετες, φαινομενικά, καταστάσεις: τὴν κάθοδο στὸν ἅδη (τῆς μετανοίας καὶ τῆς ἀγάπης) καὶ τὴν ἀνάβαση στοὺς οὐρανούς»[8].
Ὣς τὸ τέλος τῆς ζωῆς του μὲ ἄπειρη εὐγνωμοσύνη ἀναφερόταν στὸν κατὰ Θεὸν Πατέρα του, τὸν ἅγιο Σιλουανό, τὸν ὁποῖο ὀνόμαζε «τὸ πιὸ σημαντικὸ γεγονὸς στὸ οἰκοδόμημα τῆς ζωῆς του»[9], τὴ μεγαλύτερη εὐλογία, στὶς εὐχὲς τοῦ ὁποίου ἀπέδιδε κάθε ἄνωθεν δωρεά. Θεωροῦσε ὡς σκοπὸ τῆς ζωῆς του καὶ τὸ «μεγαλύτερο ἔργο του» τὴ διακονία τοῦ λόγου τοῦ Γέροντά του[10].
Ὁ ἅγιος Σωφρόνιος ζοῦσε ἀνάμεσά μας μὲ μεγάλη ἁπλότητα. Ἦταν ἐγκάρδιος καὶ στοργικός, ἀλλὰ στιγμὴ δὲν μποροῦσες νὰ λησμονήσεις τὴ χριστοειδὴ ἑτερότητα τῆς ψυχῆς του. Εἶχε ἄλλον νοῦ, ἄλλες αἰσθήσεις, ἄλλα νοήματα. Ἡ κάθε ἐπαφὴ μὲ τὸ πρόσωπό του ἦταν ἄνοιγμα ζωῆς. Ὅταν ἄνοιγε τὸ στόμα του νόμιζες ὅτι ἅρπαζε λόγο ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τὸν κατέβαζε στὴ γῆ. Μᾶλλον, σάρκωνε στὴ ζωή του τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ. Ὅπως ὁ ἴδιος ἐξομολογεῖται: «Οἱ λόγοι Του, παρόμοιοι μὲ φωτιά, μεταδόθηκαν στὸν νοῦ καὶ τὴν καρδιά μου, καὶ ἔμαθα νὰ σκέπτομαι στὴ δική Του προοπτική, γιατὶ ὁ λόγος Του ἔγινε ζωή μου»[11].
Βεβαίως, ὅταν λέμε ὅτι ὁ Γέροντας ἦταν ἄνθρωπος τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, δὲν ἐννοοῦμε ὅτι μιλοῦσε περὶ τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ὅτι ἦταν φορέας τῆς ζώσας ἐνέργειας τοῦ προσωπικοῦ Θεοῦ. Ὁ θεῖος λόγος κιθάριζε στὴν καρδιά του εἴτε ἀγρυπνοῦσε εἴτε κάθευδε. Ἦταν δηλαδὴ φορέας τοῦ λόγου ποὺ γεννᾶται στὴν καρδιὰ μὲ τὴν προσευχή, καὶ ποὺ ὅταν ἐπισκεφθεῖ τὸν ἄνθρωπο τὸν ἀναγεννᾶ, ἐνῶ ὅταν μεταδοθεῖ στὸν πλησίον, τὸν πληροφορεῖ μὲ χάρη[12]. Τὸν ἀλλοιώνει, τὸν ἀνακαινίζει καὶ τοῦ ὑποδεικνύει τὸ μυστήριο τῶν ὁδῶν τῆς σωτηρίας.
Στὴν παρουσία του γίναμε συχνὰ μάρτυρες θαυμάτων, ἐνίοτε συγκλονιστικῶν. Ὁ ἴδιος ὅμως οὔτε τὰ στόχευε οὔτε ἔδιδε σημασία σὲ αὐτά. Προσευχόταν γιὰ τοὺς ἀσθενεῖς, διότι συνέπασχε μὲ τοὺς ἀνθρώπους καὶ ἐπιθυμοῦσε νὰ μειωθεῖ ὁ πόνος τους, ὡστόσο ἡ προσευχή του εἶχε ὡς κύριο στόχο τὴν καρδιὰ τοῦ πλησίον του. Γνώριζε ὅτι τὸ μεγαλειωδέστερο θαῦμα σὲ ὅλο τὸν κτιστὸ κόσμο εἶναι ἡ ἕνωση τῆς καρδιᾶς τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτὸ συνεχόταν νὰ διακονήσει τὴν ἕνωση τῆς πρόσκαιρης χοϊκῆς ὑπάρξεως μὲ τὸ Φῶς τῆς αἰωνιότητας.
Τόνιζε τὴ σημασία τῆς ἐπικλήσεως τοῦ Ὀνόματος τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ γιὰ τὴν ὑπέρβαση τοῦ ἀδιεξόδου τῆς ἀνθρώπινης τραγωδίας καὶ γιὰ τὴ γέννηση τοῦ ἀνθρώπου στὴν αἰώνια Βασιλεία. Ὅπως ἐξομολογεῖται γιὰ τὸν ἑαυτό του: «Ὅταν ὁ πόνος τῆς καρδιᾶς ἀγγίζει τὰ ὅρια τῆς φυσικῆς ἀντοχῆς, τότε ἡ ἐπίκληση τοῦ Ὀνόματος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ φέρνει τὴν εἰρήνη, ποὺ συγκρατεῖ τὸν ἄνθρωπο στὴ ζωή»[13]. Ὁ ἴδιος βασάνιζε κάθε ἔργο καὶ κάθε λόγο μὲ πύρινη προσευχή.
Ὕψιστη ἐπίσης σημασία ἔδιδε στὴ Θεία Λειτουργία, ἡ τέλεση τῆς ὁποίας τὸν συνεῖχε καὶ τὸν ἐνέπνεε. Ἔλεγε μάλιστα ὅτι στὴν ἐποχή μας, ποὺ ἔχουν χαθεῖ οἱ συνθῆκες γιὰ τέλεια ἡσυχαστικὴ ζωή, ἐὰν τελοῦμε τὴ Θεία Λειτουργία μὲ προσοχή, μὲ φόβο, μὲ κατάλληλη προετοιμασία, φέρει στὸ ἐπίπεδο τοῦ πνεύματος τὰ ἴδια ἀποτελέσματα, τὸν ἴδιο ἁγιασμό, ὅπως καὶ ἡ νοερὰ προσευχή. Γι’ αὐτὸ καὶ μεριμνοῦσε νὰ μεταδώσει στοὺς μοναχούς του καὶ σὲ ὅσους ἐκζητοῦσαν τὴ βοήθειά του τὴν ἀγάπη γιὰ τὸ Μυστήριο καὶ τὴ γνώση μιᾶς βαθύτερης προσεγγίσεώς του.
Ὅπως ὁ Μωυσῆς θὰ ἤθελε νὰ δεῖ ὅλον τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ νὰ προφητεύει, ἔτσι καὶ ὁ ἅγιος Σωφρόνιος ποθοῦσε νὰ μεταδώσει στοὺς γύρω του τὴν πνοὴ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὴν ἔμπνευση τοῦ καλλιτέχνη. Ἔλεγε μάλιστα ὅτι ὁ Χριστιανὸς στὴν πνευματική του ζωὴ πρέπει νὰ εἶναι καλλιτέχνης. Ὅπως οἱ καλλιτέχνες διακατέχονται ἀπὸ τὸ ἀντικείμενο τῆς τέχνης τους καὶ ἀγωνίζονται νὰ συλλάβουν τὴν τέλεια ἔκφραση τῆς ἐμπνεύσεώς τους, ἔτσι καὶ ὁ Χριστιανὸς θὰ ἔπρεπε νὰ κατέχεται ἀπὸ τὸν Χριστό, καὶ νὰ ἐργάζεται νὰ λαμπρύνει τὴ σχέση του μαζί Του, νὰ τρέχει «ἵνα καταλάβῃ ἐφ’ ᾧ καὶ κατελείφθη»[14].
Γιὰ κάποιους ὁ πλησίον καθίσταται ἐμπόδιο, γιὰ ἄλλους ἀκόμη καὶ κόλαση, γιὰ τοὺς ἁγίους Πατέρες μας ὅμως Σιλουανὸ καὶ Σωφρόνιο, ὁ ἀδελφὸς ἦταν «ἡ ζωή τους». Ὁ Θεὸς πλάτυνε τὴν καρδιά τους γιὰ νὰ περιπτυχθοῦν οὐρανὸ καὶ γῆ, ὅπως ὁ Χριστὸς ἐξέτεινε τὰ ἅγια χέρια Του στὸν Σταυρὸ γιὰ νὰ ἀγκαλιάσει τοὺς πάντες.
Ὡς κατακλείδα παραθέτουμε τοὺς λόγους τοῦ ἴδιου τοῦ Ἁγίου:
«Ἕνας Ἅγιος εἶναι φαινόμενο ἐξαιρετικὰ πολύτιμο γιὰ ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα. Οἱ Ἅγιοι μὲ τὸ γεγονὸς τῆς ὑπάρξεώς τους, ἡ ὁποία μπορεῖ νὰ εἶναι ἀφανὴς γιὰ τὸν κόσμο, ἀλλὰ φανερὴ στὸν Θεό, φέρνουν στὴ γῆ, σὲ ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα, πλούσια τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ… Χάρη στοὺς ἄγνωστους στὸν κόσμο Ἁγίους μεταβάλλεται ἡ ροὴ τῶν ἱστορικῶν ἀκόμη καὶ τῶν κοσμικῶν γεγονότων. Γι’ αὐτὸ κάθε Ἅγιος εἶναι φαινόμενο κοσμικοῦ χαρακτήρα, ποὺ ἡ σπουδαιότητά του ξεπερνᾶ τὰ ὅρια τῆς ἐπίγειας ἱστορίας καὶ ἐπεκτείνεται στὸν κόσμο τῆς αἰωνιότητας. Οἱ Ἅγιοι εἶναι τὸ ἁλάτι τῆς γῆς, ἡ ἔννοια τῆς ὑπάρξεώς της, ὁ καρπός, ποὺ γιὰ χάρη του καὶ αὐτὴ διατηρεῖται. Καὶ ὅταν ἡ γῆ σταματήσει νὰ γεννᾶ Ἁγίους, τότε θὰ ἀρθεῖ ἀπὸ αὐτὴν ἡ δύναμη ποὺ συγκρατεῖ τὸν κόσμο ἀπὸ τὴν καταστροφή».[15]
Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Γέροντας θεωροῦσε ὡς δεῖγμα αὐθεντικῆς καὶ ἁγίας ζωῆς τὴν προσευχὴ ὑπὲρ ὅλου τοῦ κόσμου, κατὰ τὴν ὁποία ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, πεπλατυσμένος ἀπὸ τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, προσάγει στὸν Θεὸ κάθε ψυχὴ ποὺ ἦλθε στὴν ὕπαρξη ἀπὸ καταβολῆς κόσμου καὶ ποὺ μέλλει νὰ ἔλθει μέχρι συντελείας τοῦ αἰῶνος.
Ἕνα ἄλλο κριτήριο αὐθεντικῆς καὶ ἁγίας ζωῆς ἦταν γιὰ τὸν Γέροντα ἡ ἀγάπη καὶ ἡ προσευχὴ γιὰ τοὺς ἐχθρούς. Τέτοιο φαινόμενο μαρτυρεῖ γιὰ τὴν παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, χωρὶς τὴ χάρη τοῦ Ὁποίου τέτοια ἀρετὴ δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει στὸν κόσμο αὐτόν.
Μαρτυροῦσε ὁ ἅγιος Γέροντας ὅτι, ἡ ἀγάπη πρὸς τοὺς ἐχθροὺς εἶναι σημεῖο τῆς παρουσίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καὶ τῆς ἀλήθειας τοῦ Θεοῦ, ποὺ καταξιώνει τὴν πρόσκαιρη ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὸν εἰσάγει στὴν ἀμάραντη ζωὴ ποὺ βασιλεύει στοὺς κόλπους τῆς Ἁγίας Τριάδος, τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἀμήν.
[1]. Ἀρχιμ. Σωφρονίου, Περὶ Προσευχῆς, Ἱ. Μ. Τιμίου Προδρόμου, Ἔσσεξ Ἀγγλίας 52018 σ. 90.
[2]. Βλ. Ἰωάν. 14,6.
[3]. Ἀρχιμ. Σωφρονίου, Τὸ μυστήριο τῆς χριστιανικῆς ζωῆς, Ἱ. Μ. Τιμίου Προδρόμου, Ἔσσεξ Ἀγγλίας 32020, σσ. 416-417.
[4]. Ψαλμ. 63,7.
[5]. Ἀρχιμ. Σωφρονίου, Ὁ Ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης, Ἱ. Μ. Τιμίου Προδρόμου, Ἔσσεξ Ἀγγλίας, 182020, σ. 12.
[6]. Ἀρχιμ. Σωφρονίου, Ὀψόμεθα τὸν Θεὸν καθώς ἐστι, Ἱ. Μ. Τιμίου Προδρόμου, Ἔσσεξ Ἀγγλίας, 72016, σ. 51.
[7]. Βλ. Ὀψόμεθα τὸν Θεὸν καθώς ἐστι, σ. 125.
[8]. Ὀψόμεθα τὸν Θεὸν καθώς ἐστι, σ. 216.
[9]. Ὀψόμεθα τὸν Θεὸν καθώς ἐστι, σ. 321.
[10]. Ἀρχιμ. Σωφρονίου, Ὑπὸ ἔκδοση (Πνευματικὰ Διδάγματα, Δίδαγμα 46).
[11]. Τὸ μυστήριο τῆς χριστιανικῆς ζωῆς, σ. 416.
[12]. Βλ. Ἐφ. 4,29.
[13]. Τὸ μυστήριο τῆς χριστιανικῆς ζωῆς, σ. 417.
[14]. Βλ. Φιλιπ. 3,12.
[15]. Ὁ Ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης, σσ. 284-285.