Ομιλία Πανοσιολογιώτατου Ηγουμένου της Ιεράς Μονής Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου στο Essex Αγγλίας, Αρχιμανδρίτη Πέτρου
ΜΕΡΟΣ 5ο
Μελετῶντας τὸν βίο τοῦ ὁσίου Σιλουανοῦ μπορεῖ κάποιος νὰ ἀναρωτηθεῖ, γιὰ ποιόν λόγο οἱ Ἅγιοι πρέπει νὰ ὑπομείνουν τόσο ἀκραῖα παθήματα, ποὺ φτάνουν ἀκόμη καὶ μέχρι τὸν ᾅδη;
Ὁ Χριστὸς πρῶτος κατῆλθε μέχρι καὶ τὰ κατώτατα μέρη τῆς γῆς. Τὸ πλήρωμα τῆς κενώσεώς Του προηγήθηκε τοῦ πληρώματος τῆς ἀκατάλυτης δόξας τῆς Ἀναστάσεώς Του. Στὸν λόγο τοῦ Κυρίου πρὸς τὸν ὅσιο Σιλουανὸ «Κράτα τὸν νοῦ σου στὸν ἅδη καὶ μὴν ἀπελπίζεσαι» μποροῦμε νὰ διακρίνουμε μιὰ ἀναλογία μὲ ἐκεῖνο ποὺ ὁ Ἴδιος ἔκανε κατὰ τὴν ἐν σαρκὶ ἐπιδημία Του.
Ὅπως γράφει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὴν Πρὸς Γαλάτας ἐπιστολή του, ὁ Χριστὸς μᾶς ἐξαγόρασε ἀπὸ τὴν κατάρα τοῦ νόμου, «γενόμενος ὑπὲρ ἡμῶν κατάρα»[1]. Ὁ Κύριος δὲν μᾶς ἔσωσε μὲ τὴν παντοδυναμία Του, ἀλλὰ μὲ τὴν ταπεινὴ ἀγάπη Του, καθὼς ἔγινε γιὰ ἐμᾶς παθητὸς μέχρι θανάτου, τόσο ὥστε κατὰ τὸ τέλος τῆς ἐπίγειας ζωῆς Του τίποτε νὰ μὴν εἶναι πιὸ κατάδηλο στὴν ἴδιά Του τὴ Σάρκα ἀπὸ αὐτὴ τὴν κατάρα, τὴν ὁποία «ἐνεδύσατο ὡς ἱμάτιον»[2]. Ἡ κατάρα αὐτὴ ἔγινε τὸ σημεῖο Του, τὸ σημεῖο τοῦ Τιμίου καὶ ζωοποιοῦ Του Σταυροῦ. Μόνον τότε ὁ Χριστὸς εἰσῆλθε στὴν κατάπαυσή Του, ὅταν Τὸν κατέφαγε ὁ ζῆλος γιὰ τὸν οἶκο Του, «οὗ οἶκός ἐσμεν ἡμεῖς»[3].
Στὴ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ παρατηροῦμε ὅτι ἡ ἄκρα κένωση ὁδηγεῖ στὸ πλήρωμα τῆς τελειότητος. Βλέπουμε ὅτι «ἐσταυρώθη ἐξ ἀσθενείας, ἀλλὰ ζῇ ἐκ δυνάμεως Θεοῦ»[4]. Ὡς ἐκ τούτου, ἡ ὁδὸς πρὸς τὸ καθ’ ὁμοίωσιν ξεκινᾶ ἀπὸ τὴν κάθοδο στὰ ἔσχατα βάθη τῆς αὐτομεμψίας. Ὅσο πιὸ δυναμικὸ χαρακτήρα ἔχει ἡ κατάδυση τοῦ ἀνθρώπου στὸν ὠκεανὸ τῶν κατὰ Θεὸν παθημάτων, τόσο ἀσφαλέστερη θὰ εἶναι ἡ ἀνάβαση τοῦ πνεύματός του στὸν οὐρανό. Ὅσοι ὁμοιάζουν μὲ τὸν Χριστὸ στὴν κένωση καὶ τὴ νέκρωση, μεγαλύνονται ἐν Πνεύματι σὲ αἰώνια δόξα, ὅμοια μὲ τὴ δόξα τοῦ Χριστοῦ: «Μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο γνωρίζεται ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς στὴν ἄναρχη κυριότητά Του, ὅπως καὶ στὴν ἄφατη κένωσή Του “δι’ ἡμᾶς τοὺς ἀνθρώπους καὶ διὰ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν”»[5]. Μὲ τὴν ἔλευση τοῦ ἀνεσπέρου Φωτός, ἡ ὀδύνη μεταβάλλεται σὲ ἀνεκλάλητη χαρὰ θριαμβεύουσας ἀγάπης καί, παραδόξως, ἡ «στενὴ» ὁδὸς τῆς μετανοίας καὶ τοῦ πένθους ποὺ προηγήθηκαν, παρουσιάζεται ὡς ὁμοίωση τῆς κενώσεως τοῦ Χριστοῦ, ὡς «χριστοειδὴς κένωσις»[6]. Κατὰ μῆκος τῆς ἄρρητης αὐτῆς ὁδοῦ ἡ θλίψη καὶ ἡ μακαριότητα συνυφαίνονται ἡ μιὰ μὲ τὴν ἄλλη καὶ βιώνονται στὸν ἔσχατο βαθμὸ ποὺ μπορεῖ νὰ βαστάξει ἡ ἀνθρώπινη φύση. Ὁ Γέροντας παρατηροῦσε χαρακτηριστικὰ ὅτι, «ὁ ἅδης τῆς μετανοίας» καθιστᾶ τὸν ἄνθρωπο ὅμοιο μὲ τὸν Χριστό, ὁ Ὁποῖος χάριν τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου κατῆλθε στὸν δικό Του ἅδη, τὸν «ἅδη τῆς ἀγάπης»[7]. Ἀκολουθώντας τὸ Ἀρνίον «ὅπου ἂν ὑπάγῃ», ἀκόμη καὶ στὸν ἅδη τῶν παθημάτων, ὁ ἄνθρωπος μυεῖται στὴν ἀπερίγραπτη ὁδὸ τοῦ Σταυροῦ καὶ γίνεται μέτοχος τῆς μακαριότητας τῆς Ἀναστάσεως.
Μελετώντας τὴ μακραίωνη πείρα ἀσκητῶν τῆς εὐσεβείας, διαπιστώνουμε ὅτι συχνὰ ἡ ὀδυνηρὴ αἴσθηση τῆς Θεοεγκαταλείψεως συμπίπτει μὲ τὸν πιὸ ἐπίπονο ἀγώνα νὰ τηρηθεῖ ἡ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ ἄσπιλη καὶ ἀνεπίληπτη[8]. Αὐτὸς ὁ συνδυασμὸς ὀξύνει τὸ βάθος τῆς κενώσεως τοῦ ἀνθρώπου σὲ ἔσχατο βαθμό, καὶ ἐπισπεύδει τὴν παρουσία τῆς τοῦ Κυρίου ἡμέρας[9]. «Μὲ μεγάλη ὀδύνη μετανοίας ἀναγεννᾶται ὁ ἄνθρωπος γιὰ τὴν “ἀσάλευτη βασιλεία”. Καὶ γιὰ τὸ γεγονὸς αὐτὸ “χαρὰ γίνεται ἐνώπιον τῶν ἀγγέλων τοῦ Θεοῦ” στοὺς οὐρανούς»[10], διότι «ἄνθρωπος ἐγεννήθη εἰς τὸν οὐράνιον κόσμον»[11].
Οὐσιαστικά, ἡ ὁδὸς αὐτὴ δὲν εἶναι ἄλλη ἀπὸ τὴν ὁδὸ τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος τήρησε ὅλες τὶς ἐντολὲς τοῦ Πατρός, καὶ ὅμως, ὁ ἄρχοντας τοῦ κόσμου αὐτοῦ Τοῦ ἐπιτέθηκε, ὥστε νὰ γνωρίσει ὁ κόσμος ὅτι ὁ Υἱὸς ἀγαπᾶ τὸν Πατέρα. Στὴ ζωὴ τοῦ Κυρίου παρατηροῦμε ἕνα φοβερὸ παράδοξο. Ἐνῶ ὁ Χριστὸς ἑκουσίως ἤπιε τὸ Ποτήριον ποὺ Τοῦ ἔδωσε ὁ Πατήρ, καὶ ὅμως στὸν φρικτὸ Γολγοθὰ ἔκραξε «φωνῇ μεγάλῃ», «Θεέ μου Θεέ μου, ἵνατί με ἐγκατέλιπες;»[12]. Κατ’ οὐσίαν οἱ λόγοι αὐτοὶ συνιστοῦν ἀποκάλυψη τῶν διαστάσεων τῆς «εἰς τέλος» ἀγάπης τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Καταδεικνύουν ὅτι ἐκείνη τὴ στιγμὴ ὁ Χριστὸς πῆρε ἐπάνω Του καθετὶ ἀνθρώπινο, ἀκόμη καὶ τὴν ἐγκατάλειψη.
Πολὺ περισσότερο ὅμως στὸν Κύριο διακρίνουμε τὸν καθορισμὸ τῆς ἀπόλυτης προσαγωγῆς Του πρὸς τὸν Πατέρα, ἐφόσον ἀφότου ἀναφώνησε, «Θεέ μου Θεέ μου, ἱνατί μὲ ἐγκατέλιπες;», στὴ συνέχεια πρόσθεσε: «Πάτερ, εἰς χεῖρας σου παρατίθημι τὸ πνεῦμά μου»[13]. Ὁ Χριστὸς εἶχε τὸν καθορισμὸ αὐτὸν ὣς τὸ τέλος, καὶ μολονότι διῆλθε τὴν ἐγκατάλειψη, παρέδωσε τὸ πνεῦμα Του στὸν Πατέρα. Κατὰ συνέπεια, βασιζόμενοι στὸ ὑπόδειγμα τοῦ Κυρίου, μποροῦμε νὰ συμπεράνουμε πὼς ἡ ἐντολὴ «κράτα τὸν νοῦ σου στὸν Ἅδη καὶ μὴν ἀπελπίζεσαι», παραπέμπει στὴν ἑκούσια κατάβαση καὶ φύλαξη τοῦ νοῦ μας στὸν Ἅδη, ἀλλὰ ταυτόχρονα καὶ στὴν ἀσάλευτη πεποίθηση στὸ ἔλεος τοῦ ἀγαθοῦ Θεοῦ, ποὺ δωρεὰν σώζει τὸν ἀσεβή.
Κάνοντας λόγο γιὰ τὸ μυστήριο τοῦ σταυρικοῦ θανάτου τοῦ Χριστοῦ, ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὴν Πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολή του λέει ὅτι, ὁ Χριστὸς «κατέκρινε τὴν ἁμαρτίαν ἐν τῇ σαρκί»[14], ἐνῶ ὁ Μέγας ἀπόστολος Πέτρος προσθέτει: «Χριστοῦ οὖν παθόντος ὑπὲρ ἡμῶν σαρκὶ καὶ ὑμεῖς τὴν αὐτὴν ἔννοιαν ὁπλίσασθε, ὅτι ὁ παθὼν ἐν σαρκὶ πέπαυται ἁμαρτίας»[15]. Μὲ ἄλλα λόγια, ὁ Χριστὸς ἔπαθε κατὰ σάρκα «ὑμῖν ὑπολιμπάνων ὑπογραμμὸν», ὥστε καὶ ἐμεῖς νὰ ἀκολουθήσουμε τὰ ἴχνη Του[16]. Ἔχοντας ἐνώπιόν μας τὴ μορφὴ τοῦ παθητοῦ Χριστοῦ, ὁπλιζόμαστε ἐναντίον τῆς ἁμαρτίας μὲ τὸ δικό Του φρόνημα καὶ τὸν δικό Του νοῦ.
Ὁ γέροντας Σωφρόνιος ἔλεγε ὅτι τὰ παθήματα στὸν κόσμο αὐτὸν εἶναι σημεῖο ἐκλογῆς μας ἀπὸ τὸν Θεό. «Καιρὸς τοῦ ἄρξασθαι τὸ κρῖμα ἀπὸ τοῦ οἴκου τοῦ Θεοῦ»[17] καὶ αὐτὸ τὸ κρίμα τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ ὁδὸς τοῦ Χριστοῦ, ποὺ φθάνει ἀκόμη καὶ στὰ κατώτατα μέρη τῆς γῆς. Ὡς ἐκ τούτου, καὶ στὴν περίπτωση τοῦ ὁσίου Σιλουανοῦ μποροῦμε νὰ συμπεράνουμε πὼς ἐφόσον ὁ Ἅγιος ἔγινε «οἶκος» τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, ἔπρεπε καὶ τὸ κρίμα τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ νὰ ἐνεργήσει σὲ αὐτόν· ἦταν καιρὸς δηλαδὴ νὰ ἐπαναληφθεῖ στὸ πρόσωπό του ἡ ὁδὸς τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία εἶναι μὲν στενή, ἀλλὰ ὁδηγεῖ στὴ ζωή. Ἑπομένως, ὁ Ὅσιος διῆλθε ἀπὸ πύρωση δοκιμασιῶν καὶ ὑπέμεινε τὸ κρίμα τῆς παιδείας τοῦ Θεοῦ, οὕτως ὥστε νὰ καταστεῖ γνήσιος υἱὸς καὶ κληρονόμος τοῦ Χριστοῦ. Ὅλοι οἱ Ἅγιοι τοῦ Θεοῦ παραδίδονται σὲ παρόμοια παιδεία. Ὁ Κύριος ἐπιτρέπει νὰ γευθοῦν τὴν κόλαση, ὄχι ὅμως γιὰ νὰ καταστραφοῦν, ἀλλὰ γιὰ νὰ βυθομετρήσουν τὸ μυστήριο τῆς καθόδου τοῦ Χριστοῦ στὸν ἅδη, καὶ ἔτσι νὰ γνωρίσουν τὸν ὅλον Χριστὸ καὶ ὅλο τὸ μῆκος τῆς ὁδοῦ Του, ποὺ ἐκτείνεται ἀπὸ τὸν Οὐρανὸ τῶν Οὐρανῶν ὣς τὰ κατώτατα μέρη τῆς γῆς[18].
[1]. Γαλ. 3,13.
[2]. Βκ. Ψαλμ. 108,18.
[3]. Βλ. Ἰωάν. 2,17· Ἑβρ. 3,6.
[4]. Β’ Κορ. 13,4.
[5]. Ὀψόμεθα τὸν Θεὸν καθώς ἐστι, σ. 288.
[6]. Βλ. ὅ.π., 288.
[7]. Ὀψόμεθα τὸν Θεὸν καθώς ἐστι, σ. 241.
[8]. Πρβλ. Α’ Τιμ. 6,14.
[9]. Πρβλ. Β’ Πέτρ. 3,12.
[10]. Λουκ. 15,10· Ὀψόμεθα τὸν Θεὸν καθώς ἐστι, σ. 311.
[11]. Βλ. Ἰωάν. 16,21.
[12]. Πρβλ. Ἰωάν. 18,11· Ματθ. 27,46.
[13]. Λουκ. 23,46.
[14]. Ρωμ. 8,3.
[15]. Α’ Πέτρ. 4,1.
[16]. Βλ. Α’ Πέτρ. 2, 21.
[17]. Α’ Πέτρ. 4,17.
[18]. Βλ. Ὁ Πλατυσμὸς τῆς καρδίας, σ. 77· βλ. Ὁ κρυπτὸς τῆς καρδίας ἄνθρωπος, Ἱ. Μ. Τιμίου Προδρόμου, Ἔσσεξ Ἀγγλίας 32012, σσ. 145-146.