Ομιλία Πανοσιολογιώτατου Ηγουμένου της Ιεράς Μονής Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου στο Essex Αγγλίας, Αρχιμανδρίτη Πέτρου
ΜΕΡΟΣ 6ο
Ἐὰν πράγματι εἴμαστε ἀναγεννημένοι καὶ φέρουμε καινὴ ἐν Χριστῷ ζωή, τὸ κρίμα τοῦ Χριστοῦ πρέπει νὰ ἐπαναληφθεῖ στὴ ζωή μας, καὶ τὸ κρίμα Του συνίσταται στὸ ὅτι πῆρε ἐπάνω Του ἄδικα παθήματα καὶ ἄδικο θάνατο. Ἐὰν στὴ μετάνοιά μας ἀκολουθήσουμε τὸν Χριστὸ στὴν καθοδική Του πορεία, ὁ Κύριος θὰ ἀφομοιώσει τὰ παθήματά μας στὰ δικά Του παθήματα καὶ θὰ μεταβάλει τὸν σταυρὸ τῆς μετανοίας μας, στὸν δικό Του Σταυρό, ἀποδίδοντας σὲ ἐμᾶς τὴ δόξα Του. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ ὁ ἀπόστολος Πέτρος λέει: «Ποῖον γὰρ κλέος, εἰ ἁμαρτάνοντες καὶ κολαφιζόμενοι ὑπομενεῖτε; ἀλλ’ εἰ ἀγαθοποιοῦντες καὶ πάσχοντες ὑπομενεῖτε, τοῦτο χάρις παρὰ Θεῷ»[1].
Ἐὰν κατανοήσουμε ὅτι ὁ Χριστὸς κατέλυσε τὸν θάνατο μὲ θάνατο καὶ ὅτι τὸ κρίμα τοῦ Χριστοῦ πρέπει νὰ ἐπαναληφθεῖ καὶ σὲ ἐμᾶς, τότε ἀρχίζουμε νὰ ἐννοοῦμε τὴ σημασία του καὶ ἀποκτοῦμε καθαρὴ θεωρία, ὅπως ὁ ἅγιος Σιλουανός, ποὺ ἀφότου ἄκουσε ἀπὸ τὸν Θεὸ τὸν λόγο, «Κράτα τὸν νοῦν σου στὸν Ἅδη καὶ μὴν ἀπελπίζεσαι», μποροῦσε νὰ παραδοθεῖ ἕως τέλους στὴ μεγάλη αὐτὴ ἐπιστήμη. Ὁ γέροντας Σωφρόνιος ἐπίσης, ὅταν δέχθηκε τὴν ἐπιβεβαίωση τοῦ ἁγίου Σιλουανοῦ μποροῦσε νὰ στέκεται στὸ χεῖλος τῆς ἀβύσσου τῆς ἀπογνώσεως, χωρὶς νὰ ἀποκάμνει, ἀποφασισμένος νὰ ἀνήκει στὸν Χριστὸ «εἴτε διὰ ζωῆς εἴτε διὰ θανάτου»[2]. Ἀσφαλῶς μέσα ἀπὸ αὐτὴ τὴν ὁδὸ ἡ ἀνθρώπινη φύση ἁγιάζεται ὁλοτελῶς καὶ γίνεται «ἄλλη», «οὐκ ἐκ τοῦ κόσμου τούτου», ὄχι πλέον παρὰ φύση, ἀλλὰ ὄντως κατὰ φύση.
Ὁ Θεὸς εἶναι «πῦρ καταναλίσκον»[3], διότι ἡ ζωή Του χαρακτηρίζεται ἀπὸ ἀκραία ἔνταση ἀγάπης, ἡ ὁποία οὐδέποτε ἐλαττώνεται στὴν πλήρη αὐταπάρνησή της[4]. Γι´ αὐτὸ καὶ ὁ Χριστὸς ὅταν φανερώθηκε «ἐν σαρκὶ» ἀπεκάλυψε τὸν ἀπόλυτο χαρακτήρα τῆς θείας ἀγάπης μὲ τὰ παθήματά Του, τὴν κένωση καὶ τὴν κατάβασή Του στὰ κατώτατα μέρη τῆς γῆς. Ἀντιθέτως, ἡ πεπτωκυῖα ἀνθρώπινη φύση κυβερνεῖται ἀπὸ τὴ φιλαυτία καὶ ἀποφεύγει τὸν πόνο. Γι’ αὐτὸν τὸν λόγο κάθε προσέγγιση τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὸν Θεὸ δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ συνοδεύεται ἀπὸ ἀκραία ἔνταση μετανοίας[5]. Ὁ Χριστὸς στὸ αἰώνιο Εὐαγγέλιό Του θέτει ἕναν ὅρο, γιὰ ὅσους ἐπιθυμοῦν νὰ γίνουν μαθητές Του: «Εἴ τις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκολουθείτω μοι»[6]. Στὴν ὁδὸ τῶν ἐντολῶν, ποὺ εἶναι ἡ ὁδὸς τοῦ Σταυροῦ, ὁ ἄνθρωπος δέχεται ἕνα σπάνιο προνόμιο· τοῦ δίνεται νὰ βιώσει ἀφενὸς τὴν ἀκρότητα τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι πάσχουσα, ἀφετέρου ὅμως καὶ τῆς νίκης ἐν Χριστῷ γιὰ ὅλη τὴν αἰωνιότητα. Γιὰ τοὺς ἐκλεκτοὺς τοῦ Θεοῦ δὲν ὑπάρχει ἄλλος τρόπος νὰ ἐκφράσουν τὴν εὐχαριστία τους πρὸς τὸν Κύριο, παρὰ μὲ θλίψεις καὶ παθήματα φθάνοντας στὰ ἔσχατα ὅρια, διότι ἡ ἀγάπη ποὺ τοὺς φανερώθηκε εἶναι ἀκραία, ἄπειρη καὶ ἀπόλυτη, ἀγάπη «εἰς τέλος». Βαστάζοντας τὸ κρίμα τοῦ Θεοῦ, οἱ Ἅγιοι γίνονται ἔσχατοι στὸν βυθὸ τῆς ταπεινώσεώς τους, γι’ αὐτὸ καὶ προσλαμβάνονται ἀπὸ τὸν «Πρῶτο», τὸν Ζωοδότη Ἰησοῦ. Ἔχοντας γίνει «νεκροὶ» γιὰ τὰ πάθη καὶ τὶς ἐπιθυμίες τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου[7], λαμβάνουν πείρα αἰωνιότητος. Ἔχοντας γνωρίσει «Ἰησοῦν Χριστὸν ἐγηγερμένον ἐκ νεκρῶν»[8], μποροῦν νὰ ἀναφωνήσουν: «Νῦν, Κύριε, ἐν Σοὶ καὶ διὰ Σοῦ, καὶ ἡμεῖς ζῶμεν εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων»[9].
Ὅταν ἀκολουθοῦμε τὸν Χριστὸ στὴν ἄκρα ταπείνωση τῆς καταβάσεώς Του ἀκόμη καὶ στὸν ἅδη, καὶ παίρνουμε ἐπάνω μας τὴ μομφὴ τῆς ἀναξιότητάς μας νὰ ἀντικρίσουμε τὴν «Ἡμέρα τοῦ Κυρίου», τότε ἡ ἑκούσια αὐτὴ θλίψη «καθ’ ὑπερβολὴν εἰς ὑπερβολὴν αἰώνιον βάρος δόξης κατεργάζεται ἡμῖν»[10]. Ὅσο περισσότερο μετέχουμε στὰ παθήματά Του, τόσο περισσότερο μαθαίνουμε νὰ ζοῦμε μὲ τὴ δύναμη τῆς ἰσχύος Του, κοινωνώντας μὲ τὴν ἄφθαρτη χάρη Του[11]. Αὐτὸς εἶναι ὁ τύπος τῆς ζωῆς ποὺ βλέπουμε στὸν ὅσιο Σιλουανὸ τὸν Ἀθωνίτη.
Κατὰ τὸν γέροντα Σωφρόνιο, γιὰ νὰ νικᾶ ὁ ἄνθρωπος κάθε ἐπίγεια ὀδύνη πρέπει νὰ βυθίζεται ἑκούσια σὲ μεγαλύτερη ὀδύνη, νὰ κρατᾶ τὸν νοῦ του στὸν ἅδη, νὰ καταδικάζει ὁ ἴδιος τὸν ἑαυτό του στὸν ἅδη ὡς ἀνάξιο τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ χωρὶς νὰ ἀπελπίζεται.
Ἡ ἄσκηση αὐτὴ ὁδηγεῖ τὸν ἄνθρωπο στὴ νίκη ἐπὶ τοῦ κόσμου, καὶ τὸν ἀνυψώνει «εἰς Βασιλείαν ἀσάλευτον». «Ποιό εἶναι τὸ τέλος τῆς ἐπιστήμης αὐτῆς πάνω στὴ γῆ; Τὸ ἔδειξε ὁ Χριστός, ὁ Ὁποῖος “θανάτῳ θάνατον ὤλεσεν”. Εἴη τὸ ὄνομα Κυρίου εὐλογημένον ἀπὸ τοῦ νῦν καὶ ἕως τοῦ αἰῶνος»[12].
[1]. Α’ Πέτρ. 2,20.
[2]. Βλ. Φιλιπ. 1,20.
[3]. Ἑβρ. 12,29.
[4]. Ὀψόμεθα τὸν Θεὸν καθώς ἐστι, σ. 203.
[5]. Βλ. Ὀψόμεθα τὸν Θεὸν καθώς ἐστι, σ. 91.
[6]. Ματθ. 16,24.
[7]. Πρβλ. Γαλ. 5,24.
[8]. Β’ Τιμ. 2,8.
[9]. Βλ. Ἀποκ. 1,18. Γιὰ περισσότερα σχόλια στοὺς λόγους τοῦ Χριστοῦ στὴν Ἀποκάλυψη: «Ἐγώ εἰμι ὁ ζῶν, καὶ ἐγενόμην νεκρός, καὶ ἰδοὺ ζῶν εἰμι εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων», βλέπε Ἀρχιμ. Ζαχαρία, Τὸ χάραγμα τοῦ Χριστοῦ στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου, σ. 195 καὶ Ἄνθρωπος ὁ στόχος τοῦ Θεοῦ, σσ. 170-171.
[10]. Β’ Κορ. 4,17.
[11]. Πρβλ. Β’ Κορ. 13,4 καὶ 1,7.
[12]. Βλ. Ἰωάν. 16,33· Ἑβρ. 12,28· Ὀψόμεθα τὸν Θεὸν καθώς ἐστι, σ. 147.